Όταν οι Έλληνες κατάλαβαν ότι με τα όπλα μόνο δεν
ήταν δυνατό να πέσει στα χέρια τους η Τροία, έκαναν
σχέδια να την κατακτήσουν με τέχνασμα. Το σχέδιο
του πολυμήχανου Οδυσσέα ήταν το καλύτερο από όλα.
Είπε να φτιάξουν ένα μεγάλο ξύλινο άλογο, με κούφια
κοιλιά, ώστε μέσα της να μπορούν να κρυφτούν ως
εκατό οπλισμένοι άνδρες. Έπειτα να αφήσουν το στρατόπεδο
έρημο, να μπούνε στα καράβια, να κρυφτούνε στο λιμάνι
της Τενέδου, ώστε οι Τρώες να νομίσουν πως έφυγαν
για πάντα από την Τροία.
Το σχέδιο άρεσε σε όλους. Ο σπουδαίος τεχνίτης Επειός
έφτιαξε το άλογο σύμφωνα με την ιδέα του Οδυσσέα.
Τη νύχτα κρύφτηκαν στην κοιλιά του οι οπλισμένοι
άνδρες. Έπειτα έγραψαν πάνω στην κοιλιά του αλόγου,
που το ονόμασαν «Δούρειο ίππο», την αφιέρωση:
ΔΩΡΟ ΣΤΗ ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ
Την άλλη μέρα οι Τρώες είδαν το τεράστιο άλογο και
προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί το άφησαν εκεί
οι Αχαιοί. Πολλοί είπαν:
- Ας πάμε το άλογο μέσα στο κάστρο να το αφιερώσουμε
στη θεά, σαν ευχαριστήριο δώρο για το λυτρωμό μας
από τους εχθρούς μας.
Κάποιοι άλλοι δε συμφωνούσαν. Μάλιστα, ο Λαοκόοντας,
ιερέας του Ποσειδώνα, είπε να το καταστρέψουν με
τούτα τα λόγια: «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας»,
δηλαδή, «να φοβάσαι τους Έλληνες, ακόμη κι όταν
σου φέρνουν δώρα».
Τη στιγμή εκείνη όμως, δυο μεγάλα φίδια πετάχτηκαν
από τη θάλασσα, τύλιξαν το Λαοκόοντα και τα παιδιά
του με το δυνατό σώμα τους και τους έπνιξαν.
Έτσι οι Τρώες αποφάσισαν να γκρεμίσουν ένα μέρος
από το τείχος της πόλης και να βάλουν το άλογο μέσα.
Μετά το έριξαν στο γλέντι. Κατακουρασμένοι μετά
έπεσαν να κοιμηθούν.
Σε λίγο η πόλη της Τροίας βυθίστηκε στη σιωπή. Τότε
οι άνδρες βγήκαν από την κοιλιά του αλόγου και έβαλαν
αμέσως φωτιά παντού. Οι Αχαιοί, που βρίσκονταν στα
πλοία, όταν είδαν τις φωτιές από μακριά, κατάλαβαν
ότι το σχέδιο πέτυχε και έτρεξαν και αυτοί να βοηθήσουν.
Οι Τρώες κατατρομαγμένοι δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν
τους Αχαιούς και νικήθηκαν. Η Τροία κάηκε σαν ένα
μεγάλο πυροτέχνημα. Σε λίγο στη θέση της πλούσιας
και ξακουσμένης πολιτείας βρισκόταν ένα σωρό από
καπνισμένα αποκαΐδια.
Μονάχα δυο άνθρωποι σώθηκαν από την καταστροφή.
Ο Αινείας και ο πατέρας του. Μετά από χρόνια ο Αινείας
έχτισε μια καινούρια πολιτεία, που δοξάστηκε πολύ,
τη Ρώμη.
Ομήρου Ιλιάδα
Ο Οδυσσέας στη χώρα των Κυκλώπων
Ο άνεμος έφερε τα καράβια του Οδυσσέα στη χώρα
όπου κατοικούσαν οι Κύκλωπες. Ήταν πανύψηλοι, με
δύναμη και αντοχή λιονταριού. Κατοικούσαν σε σπηλιές.
Είχαν κοπάδια με πρόβατα και κατσίκια. Το νησί ήταν
τους καταπράσινο. Η βροχή δυνάμωνε τα σιτάρια, τα
κριθάρια και τα σταφύλια στις ψηλές κληματαριές.
Νόμους και αγορές δεν είχαν. Καθένας τους όριζε
μόνος του τη ζωή και την οικογένειά του.
Έξω από το λιμάνι της χώρας των Κυκλώπων ήταν ένα
μικρό νησί, κατάφυτο. Εκεί, αράξανε τα καράβια του
Οδυσσέα. Την άλλη μέρα ο Οδυσσέας είπε στους συντρόφους
του:
- Εγώ με το καράβι μου και τους δικούς μου θα πάω
αντίκρυ, να δω τι άνθρωποι ζούνε σ' αυτά τα μέρη.
Αν είναι φιλόξενοι και φοβούνται το θεό, ή αν είναι
άδικοι και αφιλόξενοι. Εσείς να μείνετε εδώ και
να με περιμένετε.
Όταν έφτασαν στην αντικρινή στεριά, είδαν μια ψηλή
σπηλιά. Μπήκαν. Μέσα δε βρισκόταν κανείς. Ολόγυρα
ήταν πιθάρια γεμάτα τυρί και καρδάρες με γάλα, και
μικρά αρνιά και κατσίκια.
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα ήθελαν να πάρουν τυρί και
όσα αρνιά μπορούσαν να κουβαλήσουν και να φύγουν.
Αλλά ο Οδυσσέας είχε την περιέργεια να δει ποιος
κατοικούσε στη σπηλιά. Πράγματι σε λίγο έφτασε ένας
πελώριος γίγαντας με ένα τεράστιο μάτι, φορτωμένος
ξύλα. Κατατρομαγμένοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα ζάρωσαν
στο βάθος της σπηλιάς. Ο γίγαντας, αφού άρμεξε τα
ζώα του, κύλησε μια θεόρατη πέτρα και έκλεισε την
είσοδο της σπηλιάς. Μετά άναψε φωτιά και τότε είδε
τους ξένους.
- Ποιοι είστε εσείς; Τι γυρεύετε εδώ;
- Από την Τροία ερχόμαστε, αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.
Επιστρέφουμε στην πατρίδα μας. Άνεμοι κακοί όμως
μας παρέσυραν εδώ. Τη φιλοξενία σου ζητάμε. Σεβάσου,
δυνατέ άνδρα, το Δία που μας προστατεύει.
- Ξένε, είσαι ανόητος. Ποιος λογαριάζει τους θεούς
σου. Οι Κύκλωπες δεν φοβούνται ούτε το Δία ούτε
τους άλλους ουράνιους θεούς, γιατί είναι δυνατότεροι
από αυτούς.
Τελειώνοντας τα λόγια του, άρπαξε δυο από τους συντρόφους
του Οδυσσέα. Τους χτύπησε καταγής και χόρτασε την
πείνα του με τις σάρκες τους. Μετά ξάπλωσε ανάμεσα
στα πρόβατά του και αποκοιμήθηκε.
Θρήνος έπεσε ανάμεσα στους άνδρες του Οδυσσέα. Τι
θα απογίνονταν; Πώς θα έβγαιναν από τη σπηλιά; Όλη
τη νύχτα έμειναν ξάγρυπνοι να σκέφτονται και να
συζητούν πώς θα γλιτώσουν από τον Κύκλωπα. Έκαναν
ένα σωρό σχέδια. Αυτό, εκείνο... Τέλος, το βρήκαν.
Να τι αποφάσισε ο Οδυσσέας. Πήρε ένα ξύλο, μακρύ
και σκληρό, σαν κατάρτι καραβιού, που βρισκόταν
στη σπηλιά, και είπε στους συντρόφους του να το
πελεκήσουν στη μια του άκρη για να γίνει μυτερό.
Μετά το πύρωσε στη φωτιά για να σκληρύνει κι άλλο.
Όταν βράδιασε, γύρισε ο Κύκλωπας από τη βοσκή. Έβαλε
πάλι όλα τα ζώα του μέσα στη σπηλιά και την έκλεισε
με το βράχο. Άλλοι δυο σύντροφοι του Οδυσσέα βρήκαν
φριχτό θάνατο για να χορτάσει ο γίγαντας. Τότε ο
Οδυσσέας πλησίασε τον Κύκλωπα και του έδωσε να πιει
κρασί. Ο γίγαντας ευχαριστήθηκε και ζήτησε να μάθει
το όνομα του Οδυσσέα.
- Κανένας είναι το όνομά μου, απάντησε εκείνος.
Σε λίγο ο Κύκλωπας μεθυσμένος σωριάστηκε και άρχισε
να ροχαλίζει. Τότε ο Οδυσσέας με τους άνδρες του
πήρε το πυρωμένο ξύλο και τύφλωσε το γίγαντα. Εκείνος
μούγκρισε από τον πόνο και προσπάθησε να πιάσει
τους άνδρες, αλλά ούτε έβλεπε ούτε μπορούσε από
το μεθύσι να σταθεί στα πόδια του. Έτσι βάλθηκε
να φωνάζει ζητώντας βοήθεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν
έξω από τη σπηλιά και ρώτησαν τον Πολύφημο, αυτό
ήταν το όνομα του Κύκλωπα:
- Τι έπαθες, Πολύφημε; Γιατί φωνάζεις νυχτιάτικα;
Μήπως σου κλέψανε τα πρόβατά σου; Μήπως σε πείραξε
κανένας;
- Ο Κανένας, ο Κανένας με τύφλωσε.
- Ε, αφού κανένας δε σε πείραξε, συνέχισε τον ύπνο
σου και άσε και εμάς να ησυχάσουμε.
Έτσι γλίτωσαν από τον Πολύφημο και το άλλο πρωί
κρεμάστηκαν στις κοιλιές των προβάτων και βγήκαν
έξω. Έτρεξαν στο καράβι τους και ανοίχτηκαν στο
πέλαγος, ευχαριστώντας τους θεούς για τη σωτηρία
τους.
Ομήρου Οδύσσεια, ι, στ. 240-519
Ο γερο-Άργος
Στην άκρη του κήπου του παλατιού ήταν ξαπλωμένος
ο σκύλος του Οδυσσέα, ο Άργος. Τον είχε μεγαλώσει
από κουτάβι και τον είχε πάντα μαζί του. Από τότε
που έφυγε ο Οδυσσέας, όμως, κανείς δεν ενδιαφερόταν
για τον Άργο και αυτός τριγυρνούσε θλιμμένος και
πεινασμένος...
Μόλις μυρίστηκε τον Οδυσσέα και άκουσε τη φωνή του,
άρχισε να κουνάει αδύναμα την ουρά του. Προσπάθησε
να σηκωθεί μα τόσο γερασμένος που ήταν πια δεν μπόρεσε.
Σήκωσε το λυπημένο βλέμμα του, κούνησε για στερνή
φορά την ουρά του και ξεψύχησε, ευχαριστημένος που
είδε τον αφέντη του ύστερα από τόσα χρόνια.
Ομήρου Οδύσσεια, στ. 333-378 (Διασκευή)
Η συνάντηση του Οδυσσέα με τον πατέρα του,
το Λαέρτη
Ο Οδυσσέας βρίσκεται στην Ιθάκη. Έχει συναντηθεί
με το γιο του, Τηλέμαχο, και τη γυναίκα του, Πηνελόπη.
Ξεκινά από το παλάτι για την εξοχή. Λαχταρά να αγκαλιάσει
το γερο πατέρα του. Ο Λαέρτης, από τη στιγμή που
έφυγε ο γιος του για την Τροία, πήγε να ζήσει στα
κτήματά του. Περνούσε τις μέρες του καλλιεργώντας
τη γη και περιμένοντας την επιστροφή του γιου του.
Όταν έφτασε ο Οδυσσέας, βρήκε το γερο Λαέρτη στο
περιβόλι, να σκαλίζει το χώμα γύρω από ένα φυτό.
Φορούσε φτωχικά ρούχα. Τα μαλλιά του και τα γένια
του ήταν κάτασπρα. Στο γερασμένο του πρόσωπο ήταν
αποτυπωμένη η θλίψη.
Ο Οδυσσέας, όταν είδε τον πατέρα του τόσο γερασμένο
και απεριποίητο, δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του.
Πλησίασε το γέροντα και του μίλησε
- Είσαι σπουδαίος κηπουρός, παππούλη. Με πόση τέχνη
έχεις φροντίσει τον κήπο σου. Τα δέντρα, τα κλήματα,
τα λουλούδια, όλα είναι πανέμορφα. Μα για πες μου,
ποιανού είναι το περιβόλι που φροντίζεις; Και είναι,
πραγματικά, εδώ η Ιθάκη, καθώς μου είπε κάποιος
που αντάμωσα στο δρόμο μου; Ξέρεις, κάποτε, πάνε
χρόνια, φιλοξένησα στον τόπο μου κάποιον από την
Ιθάκη. Ήταν, λέει, γιος του Λαέρτη. Τον έλεγαν Οδυσσέα.
Σκοτείνιασε το πρόσωπο του γέροντα, όταν άκουσε
το όνομα του παιδιού του. Ένας λυγμός ξέφυγε από
το στήθος του. Άνοιξε ο Οδυσσέας την αγκαλιά του
και έκλεισε μέσα της τον πολυαγαπημένο του πατέρα.
- Πατέρα, εγώ είμαι ο Οδυσσέας. Γύρισα. Δε με γνώρισες;
Έτρεμε ο γέροντας. Κοίταξε τον ξένο κατάματα και
δεν τολμούσε να πιστέψει την αναπάντεχη ευτυχία
του. Μίλησε με σπασμένη φωνή
- Πες μου σημάδια. Αν είσαι αλήθεια εσύ, πες μου
σημάδια.
- Σημάδια, θέλεις, πατέρα; Να, δες τη λαβωματιά
που έχω στο γόνατο, από τότε που πήγα στον παππού
Αυτόλυκο. Να σου πω τα δέντρα που μου χάρισες όταν
ήμουν παιδί; Άκουσε. Δεκατρείς αχλαδιές, δέκα μηλιές,
πενήντα κλήματα...
- Εσύ είσαι, ο Οδυσσέας μου, εσύ είσαι. Ήρθες, λοιπόν,
προτού κλείσω τα μάτια μου για πάντα. Ευλογημένη
η ώρα που σε έφερε πάλι κοντά μου. Ήρθες.
- Πατέρα...
- Παιδί μου...
Ομήρου Οδύσσεια, ω, στ. 280-350 (Διασκευή)
Η μνηστηροφονία
Η Πηνελόπη κατέβηκε την πλατιά σκάλα συνοδευόμενη
από δύο υπηρέτριες. Κρατούσε στα χέρια της το τόξο
του Οδυσσέα και τη θήκη με τις σαΐτες. Στάθηκε στη
μέση της Αίθουσας του συμποσίου και αφού σώπασαν
όλοι γύρω της είπε:
- Φίλοι μου, η σημερινή μέρα ας δώσει ένα τέλος
στη δική μου απελπισία και τη δική σας ανυπομονησία.
Το πήρα απόφαση. Εκείνος δεν είναι να έρθει πια.
Κάποιος από εσάς θα πάρει τη θέση του. Όποιος είναι
άξιος ας κρατήσει τα όπλα του. Τούτο εδώ είναι το
τόξο του Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας το χειριζόταν με ευκολία.
Έβαζε δώδεκα τσεκούρια στην αράδα, έριχνε και περνούσε
τη σαΐτα από τις τρύπες και των δώδεκα τσεκουριών.
Όποιος, από εσάς, το κατορθώσει αυτό, θα γίνει άντρας
μου. Παρακαλώ, Εύμαιε, δώσε το τόξο του αφέντη σου
στους άρχοντες.
Όλο το απόγευμα κράτησε το δύσκολο τέχνασμα. Ένας
ένας οι μνηστήρες παρατούσανε την προσπάθεια και
γυρίζανε στη θέση τους μουρμουρίζοντας. Στο τέλος,
απόμειναν να αγωνιστούν, ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος.
Αποτυγχάνουν και αυτοί. Τότε ο Οδυσσέας, ντυμένος
ζητιάνος, σηκώνεται από τη θέση του και ζητάει από
τους μνηστήρες το τόξο για να δοκιμάσει και ο ίδιος.
Οι μνηστήρες οργίζονται με το θράσος του ζητιάνου
αλλά παρεμβαίνει η Πηνελόπη:
- Γιατί, Αντίνοε, μιλάς άσχημα σε έναν άνθρωπο που
είναι φιλοξενούμενος του γιου μου; Τι φοβάσαι; Μήπως
πρόκειται να παντρευτώ έναν ζητιάνο; Αν νικήσει,
θα τον ντύσω με λαμπρά φορέματα και θα τον καταβοδώσω
με τιμή. Τίποτε άλλο! Εμπρός λοιπόν δώστε του το
τόξο.
Ο Εύμαιος δίνει το τόξο στον Οδυσσέα και ταυτόχρονα
διαταγή στην Ευρύκλεια να κλείσουν όλες οι πόρτες
του μεγάρου. Ο Οδυσσέας παίρνει το τόξο στα χέρια
του και το εξετάζει. Μετά πλησιάζει το τραπέζι και
παίρνει μια σαΐτα. Γονατίζει. Τεντώνει τη χορδή
του τόξου χωρίς δυσκολία. Σημαδεύει και ρίχνει τη
σαΐτα. Η σαΐτα περνάει από όλες τις τρύπες των τσεκουριών
και βγαίνει από την άλλη πλευρά.
Ο Οδυσσέας πετάει τα κουρέλια που φορούσε και λέει:
- Ο αγώνας τελείωσε. Άλλος αγώνας θα αρχίσει τώρα.
Τεντώνει τη χορδή και η σαΐτα βρίσκει τον Αντίνοο
στον λαιμό. Πέφτει νεκρός. Σε λίγο στο παλάτι όλοι
οι μνηστήρες κείτονται νεκροί.
Οδύσσεια, φ στιχ. 245-444, χ στιχ. 1-132 (Διασκευή)
Η σκιά του Ομήρου
Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι, - ειρήνη
όλην, όλη τη φύση ακινητούσε,
και μέσα από την έρημη την κλίνη
τ' αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε.
Τριγύρω γύρω η νυχτική γαλήνη
τη γλυκύτατη κλάψα ηχολογούσε.
Απάντεχα βαθύς ύπνος με πιάνει
κι ομπροστά μου ένας γέροντας μου εφάνη.
Στο ακρογιάλι αναπαύοτουν ο γέρος.
Στα παλιά τα ρούχα τα σχισμένα
γλυκά γλυκά το φύσημα του αέρος
τ' αριά μαλλιά του εσκόρπαε τ' ασπρισμένα
κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος
τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα.
Αγάλι 'γάλι ασηκώθη από χάμου
και ωσάν να 'χε το φως του ήλθε κοντά μου.
Διονύσιος Σολωμός
Τροία
Κάψαμε την Τροία με τον πυρσό της αγάπης!
Πάνω στα τείχη χόρεψαν οι φλόγες της Ελένης.
Φώτισαν τριανταφυλλιά τα νερά στο καραβοστάσι,
έλαμψε κόκκινα ο χαλκός στις περικεφαλαίες!
Τώρα τα πλοία θαλασσοδέρνουνται ξυλάρμενα
ανάμεσ' από τρόμους και λαχτάρες.
Με θείαν οργή του πόντου ο κύριος μας παιδεύει
κ' η θάλασσα μ' όλα τα θεριακά της.
Γυρίζει ο κύκλος των καιρών.
Οι ανέμοι κυνηγούν τα κύματα,
κ' εμείς γυρεύουμε στα πέλαγα την Ιθάκη
και μιαν άσπρη κλωνιά καπνό απ' το παραγώνι...
Θα βρούμε, δε θα βρούμε την Ιθάκη;
Θεός βοηθός! Όμως για πάντα
στα ταραγμένα πέλαα θα μας φέγγουν,
χορεύοντας πάνω από τις φουρτούνες,
και μες στα νεκρά μάτια των συντρόφων,
οι φλόγες οι μεγάλες από την Τροία
-οι ρόδινες οι φλόγες της Ελένης!...
Στρατής Μυριβήλης
Ο Οδυσσέας στην Καλυψώ
Το σώμα σου ως ναός φεγγοβολάει,
στο βράχο ορθό κι ολάσπρο σαν το χιόνι.
Τις απλωτές μαγνιές σου μόνο οι χρόνοι
σαλεύουν, σαν οι αύρες τα πελάη.
Μα εντός μου εμένα αίμα θνητό κυλάει,
που πάθη αρχαία το καιν, μίση και πόνοι.
Κ' η αθανασία που τάζεις, το παγώνει
κι αναριγάω στο πέτρινό σου πλάι.
Θέλω να φύγω. Του θανάτου η μοίρα
είναι στα κόκαλά μου ριζωμένη.
Από του Ολύμπου με τραβάει τη θύρα
η ζωή του ανθρώπου η χιλιοπικραμένη.
Λύσε με πια απ' το δίχτυ σου το πλάνο,
να ζήσω, να παλαίψω, να πεθάνω.
Λευτέρης Αλεξίου
Οι σύντροφοι στον Άδη
Αφού μας μέναν παξιμάδια
τι κακοκεφαλιά
να φάμε στην ακρογιαλιά
του Ήλιου αργά γελάδια
Που το καθένα κι ένα κάστρο
για να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πας
να γίνεις ήρωας κι άστρο!
Πεινούσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι.
Γιώργος Σεφέρης
Νοσταλγία της πατρίδας
Ευτυχισμένος που έκανε το ωραίο ταξίδι, όπως ο
Οδυσσέας,
ή σαν εκείνον που άρπαξε το Δέρας το Χρυσόμαλλο
και γύρισε, πείρα και γνώση γεμάτος,
τα χρόνια που τ' απόμειναν να ζήσει μεσ' τους δικούς
του.
Πότε ο δύστυχος θα δω το μικρό χωριό μου,
την καμινάδα να καπνίζει;
Πότε άραγε το μάνταλο θ' ανοίξω του ταπεινού σπιτιού
μου,
που' ναι για με ολάκερος ο κόσμος και κάτι παραπάνω;
Το φτωχικό προγονικό μου σπίτι πιο όμορφο μου μοιάζει
απ' τα παλάτια τα ρωμαϊκά με τις προσόψεις τις περίφημες,
απ' το σκληρό το μάρμαρο την ταπεινή την πέτρα θέλω,
τον Λίγυρά μου τον Γαλατικό από τον Τίβερη της Ρώμης
το μικρό μου Λιρέ από το λόφο τον Παλατινάτο
κι απ' τον αγέρα το θαλασσινό, τ' αγέρι του χωριού
μου.
Ιωακείμ Ντυ Μπελέ
Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες την ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους.
Να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
Σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στο νου σου να 'χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει.
Και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα 'βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
Κ. Π. Καβάφης