Οι αρετές του Αλεξάνδρου

Ο Αλέξανδρος λοιπόν πέθανε κατά την 114η Ολυμπιάδα, όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Ηγησίας. Έζησε τριάντα δύο χρόνια και οχτώ μήνες και βασίλευσε δώδεκα χρόνια και οχτώ μήνες. Ήταν εξαιρετικά ωραίος, εργατικότατος, ταχύτατος στη λήψη αποφάσεων, γενναιότατος, πολύ επιρρεπής στις τιμές και ευσεβέστατος προς τους θεούς. Σε σχέση με τις απολαύσεις, ήταν εξαιρετικά εγκρατής στις σωματικές, ενώ από τις πνευματικές τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα μόνον οι έπαινοι. Ήταν ακόμα εξαιρετικά ικανός να διακρίνει αυτό που έπρεπε να γίνει, πριν ακόμα φανερωθεί, να συμπεραίνει το πιθανό από τα φαινόμενα και πολύ έμπειρος στο να παρατάσσει τον στρατό, να τον εξοπλίζει και να τον οργανώνει. Και στο να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών, να τους εμπνέει αισιοδοξία και να απομακρύνει με την τόλμη του τους φόβους τους στους κινδύνους, σε όλα αυτά ήταν πάρα πολύ ικανός. Όσα ήταν φανερό ότι έπρεπε να κάνει τα πραγματοποιούσε με πολύ μεγάλη τόλμη. Και ήταν πολύ ικανός να προλαβαίνει γρήγορα να αρπάζει κρυφά από τους εχθρούς όσα μπορούσε, προτού κανείς υποψιαστεί ότι θα συμβούν αυτά. Ήταν ακόμα απόλυτα συνεπής στην τήρηση συνθηκών ή συμφωνιών, ικανότατος στο να μην ξεγελιέται από τους απατεώνες, εξαιρετικά φειδωλός σε δαπάνες για την προσωπική του ευχαρίστηση, αλλά και πολύ γενναιόδωρος στο να ευεργετεί τους φίλους.

Τα σφάλματά του

Κι αν ο Αλέξανδρος διέπραξε κάποιο σφάλμα εξαιτίας είτε του ευερέθιστου χαρακτήρα του είτε της οργής του ή αν παρασύρθηκε στη μίμηση βαρβαρικών συνηθειών σε υπερβολικό βαθμό, εγώ τουλάχιστον αυτά δεν τα θεωρώ σημαντικά, αν λάβει κανείς δίκαια υπόψη του το νεαρό της ηλικίας του, τις συνεχείς επιτυχίες του και το γεγονός ότι όσοι συναναστρέφονται τους βασιλιάδες, για να τους προκαλούν ευχαρίστηση και όχι για το καλό τους, ασκούν επάνω τους αρνητική επίδραση. Γνωρίζω εξάλλου ότι από τους παλιούς βασιλιάδες μόνο ο Αλέξανδρος μετάνιωνε για τα σφάλματα που διέπραττε, εξαιτίας της γενναιοφροσύνης του. Αντίθετα, οι περισσότεροι άνθρωποι, αν και κατανοούν ότι έσφαλαν, εντούτοις θεωρούν ότι, με το να υποστηρίζουν το σφάλμα τους, θα το αποκρύψουν και έτσι πέφτουν σε πλάνη. Εγώ όμως πιστεύω ότι η μόνη θεραπεία ενός σφάλματος είναι να το αποδέχεται κάποιος και να μετανοεί έμπρακτα γι’ αυτό. Γιατί αυτοί που έχουν υποστεί κάποιο κακό θα μπορούσαν να μην αισθάνονται τόσο δυσάρεστα, αν ο δράστης παραδεχόταν ότι δεν ενήργησε σωστά. Αλλά και στον ίδιο τον δράστη απομένει η ελπίδα ότι δεν θα επαναλάβει στο μέλλον κάποιο ανάλογο σφάλμα, εφόσον φανερά λυπάται για τα σφάλματα που έκανε στο παρελθόν.
Το ότι επίσης απέδιδε την καταγωγή του σε κάποιο θεό δεν είναι κατά τη γνώμη μου μεγάλο λάθος. Ίσως μάλιστα αυτό ήταν κάποια επινόηση, για να προκαλεί σεβασμό στους υπηκόους του. Και αληθινά μου φαίνεται ότι δεν ήταν κατώτερος βασιλιάς από τον Αιακό ή τον Ραδάμανθυ, στους οποίους δεν καταλογίζεται καμιά αλαζονεία, επειδή οι παλιοί άνθρωποι είχαν αποδώσει τη γέννησή τους στον Δία, ούτε και από τον Θησέα, τον γιο του Ποσειδώνα ή τον Ίωνα, τον γιο του Απόλλωνα. Αλλά και η περσική ενδυμασία ήταν κατά τη γνώμη μου τέχνασμα για τους βαρβάρους, για να μη φαίνεται σ’ αυτούς ο βασιλιάς εντελώς ξένος, και για τους Μακεδόνες, για να τους αποτρέπει από τη μακεδονική ορμητικότητα και αλαζονεία. Γι’ αυτό άλλωστε μου φαίνεται ότι ενέταξε τους Πέρσες σωματοφύλακες στις τάξεις των Μακεδόνων και στα αγήματα τους ευγενείς. Και η οινοποσία διαρκούσε πολύ, όχι για να πίνουν κρασί -ο Αλέξανδρος άλλωστε δεν έπινε πολύ-, αλλά από φιλοφροσύνη προς τους φίλους του.

Συνολική κρίση για τον Αλέξανδρο

Και όποιος κατακρίνει τον Αλέξανδρο ας μην τον κατακρίνει επικαλούμενος μόνο όσα είναι άξια κατάκρισης, αλλά, αφού δει συγκεντρωτικά όλο του το έργο, ας αναλογιστεί ποιος είναι ο ίδιος (ο επικριτής) και σε πόσο ταπεινή θέση βρίσκεται, ενώ αντίθετα πόσο σπουδαίος ήταν εκείνος και σε ποιο βαθμό ανθρώπινης ευτυχίας έφθασε, αφού αναμφισβήτητα έγινε βασιλιάς και των δύο ηπείρων, και το όνομά του έφθασε παντού, ενώ ο ίδιος είναι ασήμαντος, ασχολείται με ασήμαντα πράγματα και δεν καταφέρνει ούτε αυτά. Γι’ αυτό λοιπόν εγώ νομίζω ότι εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ούτε έθνος ούτε πόλη ούτε έστω και ένας άνθρωπος στον οποίο να μην είχε φθάσει το όνομά του. Επομένως δεν νομίζω ότι χωρίς τη θεία θέληση θα μπορούσε να γεννηθεί ένας άντρας τέτοιος, που να μη μοιάζει με κανέναν άλλο. Και αυτά λέγεται ότι επιβεβαίωσαν χρησμοί για τον θάνατο του Αλέξανδρου και διάφορα οράματα που παρουσιάστηκαν σε διάφορους ανθρώπους και όνειρα που είδαν διάφοροι άνθρωποι, αλλά και οι τιμές που ως τώρα του αποδίδουν οι άνθρωποι και η ανάμνησή του, πράγμα όχι ανθρώπινο. Ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια* δίνονται προς τιμή του χρησμοί στο έθνος των Μακεδόνων. Αλλά και εγώ ο ίδιος, μολονότι κατέκρινα στην ιστορία μου μερικές ενέργειες του Αλέξανδρου, εντούτοις δεν ντρέπομαι να θαυμάζω τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Κατέκρινα τις πράξεις εκείνες εξαιτίας του σεβασμού μου προς την αλήθεια και παράλληλα για να ωφελήσω την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και ο ίδιος παρακινήθηκα στη συγγραφή αυτού του έργου με τη βοήθεια του θεού.
Αρριανού, Αλεξάνδρου Ανάβαση, βιβλίο Ζ΄, κεφ. 28-30

* Ο Αρριανός έζησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα (95-180 μ.Χ.)


Η φιλομάθεια του Αλεξάνδρου

Νομίζω ότι ο Αριστοτέλης ενέπνευσε στον Αλέξανδρο και την κλίση στην ιατρική. Και δεν περιορίστηκε στη θεωρία μόνο, αλλά βοηθούσε τους φίλους του όταν αρρώσταιναν και τους έδινε συνταγές θεραπείας και δίαιτας. Από τη φύση του ήταν επίσης φιλομαθής και βιβλιόφιλος. Και επειδή θεωρούσε κι ονόμαζε την Ιλιάδα εφόδιο πολεμικής αρετής, την πήρε μαζί του διορθωμένη από τον Αριστοτέλη και τη φύλαγε σε πολυτελή θήκη. Κι όπως ιστορεί ο Ονησίκριτος, την είχε πάντα κάτω από το μαξιλάρι του μαζί με το εγχειρίδιό του. Και επειδή δεν είχε άλλα βιβλία στην Κεντρική Ασία, παρήγγειλε στον Άρπαλο να του στείλει μερικά και εκείνος του έστειλε τα βιβλία του Φιλίστου και πολλές τραγωδίες του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και του Αισχύλου και τους διθυράμβους του Τελέστη και του Φιλόξενου. Τον Αριστοτέλη τον θαύμαζε και τον αγαπούσε όχι λιγότερο, όπως ο ίδιος έλεγε, από τον πατέρα του, γιατί από εκείνον έμαθε να ζει, από αυτόν όμως (τον Αριστοτέλη) έμαθε να ζει σωστά.
Πλουτάρχου, Αλέξανδρος, 30, 8


Ο Δαρείος για τον Αλέξανδρο

Θεοί της γενιάς και του βασιλείου μου, κάντε μου τη χάρη να ξαναπάρω την εξουσία των Περσών αποκαταστημένη με όσα αγαθά την παρέλαβα, για να ανταποδώσω στον Αλέξανδρο, αν νικήσω, τις χάρες που δέχθηκα για όσα αγαπημένα μου πρόσωπα έχασα. Αν όμως από κάποια θεία τιμωρία ή κακοτυχία έχει έλθει ο καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος να τελειώσει η κυριαρχία των Περσών, τότε κανένας άλλος άνθρωπος ας μην καθήσει στον θρόνο του Κύρου, εκτός από τον Αλέξανδρο.
Πλουτάρχου, Αλέξανδρος, 30, 12-13

Ένα περιστατικό κατά τη διάβαση της ερήμου της Γεδρωσίας

Πορευόταν η στρατιά μέσα από την άμμο και κάτω από φλογερή θερμότητα. Και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, επειδή υπέφερε από δίψα, πορευόταν πεζός με δυσκολία. Πήγαινε όμως μπροστά, ώστε να υποφέρουν και οι στρατιώτες του ευκολότερα τους κόπους, νιώθοντας ότι όλοι ταλαιπωρούνται το ίδιο. Τότε κάποιοι από τους στρατιώτες, που είχαν απομακρυνθεί από το στράτευμα αναζητώντας νερό, βρήκαν σε μια χαράδρα, όχι βαθιά, λίγο νερό και αφού το μάζεψαν με δυσκολία, έτρεξαν στον Αλέξανδρο σαν να του έφερναν κάποιο πολύτιμο αγαθό.
Καθώς πλησίασαν, αφού έβαλαν το νερό μέσα σε κράνος, το πρόσφεραν στον βασιλιά. Και εκείνος το δέχτηκε και επαίνεσε αυτούς που το έφεραν. Αφού όμως το πήρε, το έχυσε, ενώ όλοι παρακολουθούσαν έκπληκτοι. Και από αυτή την πράξη του εξυψώθηκε το φρόνημα όλης της στρατιάς τόσο, ώστε να μπορεί να πει κανείς ότι ήπιαν όλοι από το νερό εκείνο που έχυσε ο Αλέξανδρος. Αυτή την πράξη του εγώ πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη την επαινώ, γιατί φανερώνει και την εγκράτεια και τη στρατηγική σύνεση του Αλεξάνδρου.
Αρριανού, Αλεξάνδρου Ανάβαση, βιβλίο ΣΤ΄, κεφ. 26


Ο θάνατος του Αλεξάνδρου

Στο άκουσμα του θανάτου του βασιλέως, κατά τον Κούρτιο Ρούφο, Έλληνες και βάρβαροι ξέσπασαν σε πρωτάκουστο θρήνο.
«Το πένθος ξεπέρασε αμέσως τα τείχη της Βαβυλώνας και ―σαν να ’ταν κύμα μιας μεγάλης παλίρροιας― εξαπλώθηκε παντού. Όταν η μητέρα του Δαρείου έμαθε τη φοβερή είδηση, πένθησε με τον πιο βίαιο τρόπο. Αποφάσισε να μη βάλει τροφή στο στόμα της και να μη δει ξανά το φως. Πέντε μέρες μετά την απόφασή της αυτή πέθανε. Η μητέρα που άντεξε στην καταστροφή και στον θάνατο του γιου της, δεν άντεξε στο θάνατο εκείνου που είχε νικήσει και καταστρέψει τον γιο της. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη ηθική νίκη του Αλεξάνδρου. Στις 13 Ιουνίου του 323 π.Χ. σταμάτησε για μια στιγμή, μαζί με την αναπνοή του Αλέξανδρου, η αναπνοή της ίδιας της ιστορίας. Κανένας δεν ταυτίστηκε με την παγκόσμια ιστορία όσο ο Αλέξανδρος». Ο μεγάλος άνθρωπος, για τον οποίο ο Πλούταρχος έχει γράψει τον πρωτάκουστο έπαινο ότι θεωρούσε «του νικάν τους πολεμίους το κρατείν εαυτού βασιλικώτερον», δεν υπήρχε πια.
Α. Καλογεροπούλου, Ι.Ε.Ε., τ. Δ΄, σελ. 213


Για τη γέννηση του Αλέξανδρου

Την ώρα που, στην Πέλλα, η Ολυμπιάδα έφερνε στον κόσμο τον Αλέξανδρο, η πόλη της Εφέσου ζούσε μια συγκλονιστική μέρα: το μεγάλο ιερό της θεάς Αρτέμιδος είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Όσοι μάγοι βρίσκονταν στην Έφεσο άρχισαν να χτυπούν το πρόσωπό τους βοώντας ότι τη στιγμή εκείνη δεν σημειωνόταν μόνο το μεγάλο κακό της καταστροφής του ναού, αλλά γεννιόταν μια μεγάλη συμφορά για την Ασία.


Ο Βουκεφάλας

Όταν ο Αλέξανδρος ήταν δώδεκα ετών ανέβηκε πάνω στον «άγριον» ίππο. Τον θαυμάσιο Βουκεφάλα («Βουκέφαλον ίππον»). Τον είχε φέρει ως δώρο στον Φίλιππο ο φίλος του ο Δημάρατος ο Κορίνθιος. Κανένας δεν τόλμησε ή δεν κατάφερε να ιππεύσει το ατίθασο άτι. Ο Αλέξανδρος νίκησε την αντίστασή του όχι μόνο με το θάρρος του αλλά και με την εξυπνάδα του. Κατάλαβε αμέσως ότι το άτι, που έμοιαζε άγριο, αγρίευε από τρόμο, μόλις αντίκριζε την ίδια τη σκιά του να σαλεύει μπροστά του. Ο Αλέξανδρος έστρεψε τον Βουκεφάλα προς τον ήλιο, τον χάιδεψε και ανέβηκε απαλά επάνω του, όταν είδε πως είχε ηρεμήσει. Ο Φίλιππος, μετά το κατόρθωμα, του είπε: «Γιε μου, κοίταξε να βρεις ένα βασίλειο ίσο με σένα, γιατί η Μακεδονία δεν σε χωράει».


Αλέξανδρος και Διογένης

Στο συνέδριο της Κορίνθου ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε ηγεμόνας της πανελλήνιας συμμαχίας και συγχρόνως «στρατηγός αυτοκράτωρ» στον πόλεμο που θα αναλάμβαναν οι Έλληνες εναντίον των Περσών. Στην Κόρινθο τιμήθηκε πολύ και όλοι, σπουδαίοι και απλοί άνθρωποι, πολιτικοί και φιλόσοφοι έσπευδαν αν τον δουν και να τον συγχαρούν.
Μόνο ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης, αδιάφορος τελείως για ό,τι συνέβαινε γύρω του, προτίμησε να παραμείνει στο Κράνειο, προάστιο της Κορίνθου. Ο Αλέξανδρος ήθελε να τον γνωρίσει, γι’ αυτό τον επισκέφθηκε ο ίδιος και τον βρήκε ξαπλωμένο έξω από το πιθάρι που είχε για σπίτι του, να λιάζεται.
― «Είμαι ο βασιλιάς Αλέξανδρος», του λέει.
― «Και εγώ είμαι ο Διογένης ο Κυνικός», του απαντά ο φιλόσοφος.
― «Χρειάζεσαι κάτι; Τι θέλεις, πες μου», είπε ο βασιλιάς.
― «Το μόνο που θέλω είναι να παραμερίσεις, διότι μου κρύβεις τον ήλιο», απάντησε αγέρωχα ο Διογένης.
Ο Αλέξανδρος όχι μόνο δεν οργίστηκε, αλλά θαύμασε την ανεξαρτησία και την εγκράτεια του Διογένη και του είπε: «Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να είμαι Διογένης».


Ο Αλέξανδρος στο Κοράνι

Στο «Σπήλαιον», το 18ο κεφάλαιο του ιερού βιβλίου των Μωαμεθανών, του Κορανίου γίνεται σαφής αναφορά στον Αλέξανδρο τον δικέρατο, όπως τον αποκαλεί (Δουλ-Καρνέιν). Ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται σχεδόν προφήτης, όργανο της θείας Πρόνοιας στον αγώνα εναντίον των φοβερών Γωγ και Μαγώγ. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Αλέξανδρος κατέχει πολύ σημαντική θέση στις παραδόσεις των λαών της Ανατολής και ότι δεν ήταν ένας απλός κατακτητής αλλά κάτι πολύ περισσότερο, ένας ένοπλος αναζητητής.


Ένα κατόρθωμα του Μ. Αλεξάνδρου

Ο Αλέξανδρος, πολεμώντας για να συντρίψει όσους του αντιστέκονταν ακόμα στη Σογδιανή, έκανε εκστρατεία στη λεγόμενη Σογδιανή Πέτρα. Η τοποθεσία αυτή ήταν ένας βράχος που οι απόκρημνες πλαγιές του και το χιόνι τον έκαναν απόρθητο. Οι υπερασπιστές του είχαν μαζί τους και πολλά εφόδια. Όταν ο Αλέξανδρος τους ζήτησε να παραδοθούν, του έδωσαν την απάντηση ότι οι στρατιώτες του πρέπει να γίνουν πουλιά για ανεβούν και να τους νικήσουν. Ο έλληνας βασιλιάς που δεν υποχωρούσε μπροστά σε καμιά δυσκολία, οργάνωσε ένα σώμα από 300 άνδρες, για να επιχειρήσουν το δύσκολο έργο. Αυτοί, χρησιμοποιώντας σιδερένιους πασσάλους και σχοινιά από λινάρι, κατόρθωσαν να αναρριχηθούν τη νύχτα από την πιο απότομη και αφύλαχτη πλευρά του παγωμένου βράχου. Το πρωί ο Αλέξανδρος παράγγειλε στους υπερασπιστές της Σογδιανής Πέτρας ότι βρήκε φτερωτούς στρατιώτες και τους ζήτησε να παραδοθούν. Μη πιστεύοντας στα μάτια τους οι βάρβαροι, παραδόθηκαν μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους.


Η Αλεξάνδρεια

Από τη θεμελίωση της πόλης το 331 π.Χ. ο Αλέξανδρος και ο αρχιτέκτονάς του, ο Δεινοκράτης από τη Ρόδο, είχαν προβλέψει τη γενική πολεοδομική όψη της πόλης με τη γιγάντια έκτασή της, που τόσο μεγάλη εντύπωση έκανε στους αρχαίους. Ο Αλέξανδρος θέλησε να σχεδιάσει μια πολύ μεγάλη πόλη με ατέλειωτα τείχη (ήταν περίπου 15 χιλιόμετρα ολόγυρα), δρόμους με ασυνήθιστο και πρωτόγνωρο πλάτος (οι δύο κύριοι είχαν πλάτος 30 μέτρα και οι υπόλοιποι 15), που ξεπερνούσαν όλους που είχαν φτιαχτεί μέχρι τότε. Οι ιδέες του Αριστοτέλη σχετικά με την πολεοδομία της ιδανικής πόλης είχαν εφαρμοστεί στην Αλεξάνδρεια. Δημιουργήθηκε ένα δίκτυο δρόμων οκταγωνικό, με τρόπο ώστε οι δρόμοι αυτοί να είναι προσανατολισμένοι ώστε να επωφελούνται από τη θαλασσινή αύρα και να προφυλάσσονται από τον άνεμο. Σ’ αυτό το σχέδιο είχε περιληφθεί και το επταστάδιο, μια γέφυρα εφτά σταδίων (το αιγυπτιακό στάδιο ήταν 167 μέτρα), που συνέδεε το νησί του Φάρου με τη στεριά και σχημάτιζε δυο μεγάλα λιμάνια, καλά προστατευμένα από τους βοριάδες σ’ αυτή τη χαμηλή και επικίνδυνη ακτή.
Jean – Yves Empereur, Alexandrie, Hier e demain, Paris 2001, p. 15

Η γοργόνα

Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Σπάνια νύχτα! Πρώτη και τελευταία, θαρρώ, στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού πηγαίναμε; Πού αλλού από τον Πειραιά. Πράματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορές. Μα εκείνη τη βραδιά ένιωθα τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή, που κινδύνευα να λιποθυμήσω. Δεν ξέρω τι μου έφταιγε. Θες η γαληνεμένη θάλασσα, θες ο ξάστερος ουρανός, θες το τσουχτερό λιοπύρι, δεν μπορώ να πω. Μα είχα τόσο βαριά την ψυχή, που, αν με άρπαζε κανείς να με ρίξει στο νερό, «όχι» δεν θα ‘λεγα.
…………………………………………………………………………………………………..
Έξαφνα όμως άρχισα ν’ ανατριχιάζω σαν κάποιος μαγνήτης να ερέθισε τα νεύρα μου, όπως η υγρασία αναγκάζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κι ευθύς πορφυρό κύμα χύθηκε επάνω μου. Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο αυτόματα ξυπνά στο λαμπρό φως της ημέρας, κι εγώ άνοιξα τα μάτια μου. Τα’ άνοιξα ή τά ‘κλεισα, δε θυμούμαι. Θυμούμαι μόνο πως έμεινα ακίνητος. Πρώτη μου σκέψη ήταν πως ξύπνησα στο στομάχι κάποιου ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κάτω η θάλασσα. Μα όλα, ψηλά και χαμηλά, στρωμένα ήταν με ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, και έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαϊά τίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κι έριχνε φοβερούς απλοκαμούς πέρα-δώθε. Μα πού το κάμα και πού η αιθάλη της; Και τα δυο έλειπαν.
Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύννεφο άπλωσε και τύλιξε γαλαζόχρωμα τα’ αστέρια, τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του. Και παραπάνω, τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κι έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, χρυσορόδινα και γλαυκά, λες και ήθελε να βάψει το στερέωμα. Και το τόξο, κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα, κουνούσε τα κρόσα εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλες του και πρόβαινε, όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά. Τ’ αέρινα ποτάμια έτρεχαν γοργά και φούσκωναν και κυλούσαν πάντα σκοτεινά ή πράσινα, χρυσορόδινα ή γλαυκά, και σκόρπιζαν αντιφεγγίσματα ολούθε. Η θάλασσα ακίνητη αντανακλούσε τα τόσα χρώματα και φαίνονταν όλα ξαφνιασμένα μέσα στην τόση λάμψη. Μα περισσότερο ξαφνιασμένος ήμουν εγώ. Δεν ήξερα τι να κάμω και τι να συλλογιστώ. Έφτασε, είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέτοια όμως συντέλεια μπορούσε να ευχαριστήσει τον καθένα. Η Γη βούλεται να πεθάνει μέσα στα ροδοκύματα!
Έξαφνα ανατρόμαξα. Κάτω βαθιά, μεσ’ από το μενεξεδένιο σύννεφο, είδα να προβαίνει ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, το πυργογύριστο κεφάλι του φάνταζαν Αγιονόρος. Τα δυο του μάτια γύριζαν φωτεινούς κύκλους κι έβλεπαν περήφανα τον Κόσμο, πριν τον κλοτσήσουν στην καταστροφή. Νά τος, είπα, ο θεόσταλτος άγγελος, ο χαλαστής και σωτήρας! Τον έβλεπα κι είχα σύγκρυο στην ψυχή. Από στιγμή σε στιγμή πρόσμενα να πέσει το φριχτό χτύπημα. Πάει τώρα η Γη με τους καρπούς, πάει η θάλασσα με τα ξύλα της! Ούτε τραγούδι πλιο, ούτε ταξίδια.
Αλλά δεν άκουσα το χτύπημα. Ο ίσκιος πρόβαινε στα νερά με άλματα πύρινα. Κι όσο γρηγορότερα πρόβαινε, τόσο μίκραινε η κορμοστασιά του.
Και έξαφνα ο θεότρομος όγκος, χιλιόμορφη κόρη, στάθηκε αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστη κορόνα φορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά γαλάζια χήτη άπλωναν στις πλάτες, ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τα’ αμυγδαλωτά μάτια, τα χείλη της τα κοραλλένια έχυναν γύρω κάποια λάμψη αθανασίας και κάποια περηφάνια βασιλική. Από τα κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κι έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός και πρόβαλλε στο αριστερό την ασπίδα κι έπαιζε το δεξί τη μακεδονική σάρισσα.
Δεν είχα συνέλθει από την απορία και φωνή γλυκιά, ήρεμη και μαλακή άκουσα να μου λέει:
– Ναύτη–καλεναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος! Ψιθύρισα με περισσότερη απορία. Πώς είναι δυνατό να ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; Δεν ήξερα τι ρώτημα ήταν εκείνο και τι να της αποκριθώ, όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε:
– Ναύτη–καλεναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
– Τώρα, Κυρά μου, απάντησα χωρίς να σκεφτώ. Τώρα ο βασιλιάς Αλέξανδρος! Ούτε το χώμα του δε βρίσκεται στη γη.
Οϊμέ! Κακό που τό ‘παθα! Η χιλιόμορφη κόρη έγινε με μιας φοβερό σίχαμα. Κύκλωπας βγήκε από το κύμα κι έδειξε λεπιοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξόμαλλα σηκώθηκαν πέρα-δώθε, έβγαλαν γλώσσες και κεντριά φαρμακερά κι έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν αμέσως. Τώρα καλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν ο Χάρος της γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα, του Αλέξαντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γύριζε ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κι αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνο για Κείνης τον ερχομό έχυσε ο Πόλος το Σέλας του, να στρώσει τον αιθέρα με της πορφύρας το χρώμα. Δε ρωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα, αλλά για τη μνήμη του αφέντη της. Και τώρα στην άκριτή μου απόκριση μανιασμένη έριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι, στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κι έδειξε Ωκεανό το μαλακό Πόντο.
– Όχι, Κυρά, ψέματα! …τρανοφώναξα με λυμένα γόνατα.
Εκείνη με κοίταξε αυστηρά και με φωνή τρεμάμενη ξαναρώτησε:
– Ναύτη–καλεναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
– Ζει και βασιλεύει. Απάντησα ευθύς. Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.
Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σα να χύθηκε αθάνατο νερό η φωνή μου στις φλέβες της, άλλαξε αμέσως το τέρας κι έλαμψε παρθένα πάλι χιλιόμορφη. Σήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, χαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και έξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα χύθηκε τραγούδι πολεμικό, λες και γύριζε τώρα ο μακεδονικός στρατός από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.
Σήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τα’ αέρινα ποτάμια, τα σκοτεινά και τα πράσινα, τα χρυσορόδινα και τα γλαυκά, να σμίγουν στον ουρανό και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κάμωμα καιρού ή μην ήταν απόκριση στο ρώτημα της αθάνατης; Ποιος ξέρει. Μα σιγά-σιγά οι ακτίνες άρχισαν να θαμπώνουν και να σβήνουν μια με την άλλη, λες κι έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο.
Τώρα ούτε Στέμμα ούτε Τόξο φαινόταν πουθενά. Κάπου-κάπου σκόρπια σύννεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα. Και μέσα στην ψυχή μου θαμπή και ξέθωρη η πορφύρα της πατρίδας μου.
Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύχτα.
Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Λόγια της Πλώρης»


Τα τζιτζίκια

Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της

Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες

Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:

– Έ σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονταν μαζί:

– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.

Οδυσσέας Ελύτης, «Τα ρω του έρωτα»