Δύο άθλοι του Ηρακλή που δεν
αναφέρονται στο Πρόγραμμα σπουδών
1. Τα άλογα του Διομήδη
Ο Διομήδης ήταν βασιλιάς της Θράκης και γιος του θεού
Άρη. Ο Άρης του είχε χαρίσει τέσσερα άγρια άλογα, που
αντί για χορτάρι έτρωγαν ανθρώπους! Λεγόταν μάλιστα
ότι κάθε ξένο που έφτανε στο παλάτι του, ο Διομήδης
τον έριχνε τροφή στα άλογά του. Αυτά τα τρομερά άλογα
έπρεπε να πάρει ο Ηρακλής, αφού θα αντιμετώπιζε πρώτα
το Διομήδη και να τα φέρει από τη Θράκη στην Πελοπόννησο.
Όταν έφτασε στο παλάτι του Διομήδη, αυτός τον δέχτηκε
πρόθυμα. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο ξένος του και σκόπευε
να τον ρίξει στα παχνιά των άγριων αλόγων του για να
χορτάσουν την πείνα τους. Αλλά ο Ηρακλής μάντεψε το
σκοπό του κι όταν οι πολεμιστές του Διομήδη όρμησαν
να τον σκοτώσουν, κατάφερε να τους νικήσει. Όρμησε τότε
ο Διομήδης να σκοτώσει τον ξένο του. Ήταν άγριος σαν
τον πατέρα του τον Άρη και τρομερά δυνατός. Ήρθε στα
χέρια με τον Ηρακλή και πάλεψαν μανιασμένα για αρκετή
ώρα. Στο τέλος, κι ενώ είχαν φτάσει παλεύοντας ως το
στάβλο όπου βρίσκονταν δεμένα τα άγρια άλογα, ο Ηρακλής
κατάφερε να νικήσει τον Άδμητο. Τον πέταξε τότε μπροστά
στα άλογά του που τον καταβρόχθισαν αμέσως. Έτσι ο Διομήδης
τιμωρήθηκε σκληρά γι’ αυτό που είχε κάνει στους ξένους
του. Βρήκε κι αυτός τον ίδιο θάνατο.
Όταν τα άλογα χόρτασαν με το Διομήδη, ο Ηρακλής κατάφερε
εύκολα να τα τιθασεύσει και να τα δέσει. Τα έβγαλε τότε
δεμένα με τις βαριές τους αλυσίδες και τα πήγε στην
Πελοπόννησο. Τα άγρια άλογα ημέρωσαν σιγά σιγά και η
ράτσα τους έφτασε ως την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου. Λέγεται
μάλιστα ότι ο Βουκεφάλας ήταν από τη ράτσα των αλόγων
του Διομήδη.
Π. Στρατίκη, Ηρακλής και Θησέας, σ. 24-25. Στρατίκης,
Αθήνα 1986
2. Ο ταύρος της Κρήτης
Στην Κρήτη βασίλευε εκείνη την εποχή ένας ξακουστός
βασιλιάς, ο Μίνωας. Μια μέρα καθόταν μόνος του στην
ακτή και κοίταζε την ήσυχη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν το
βασίλειο του θεού Ποσειδώνα. Και τότε, έκανε μια σκέψη.
Μια κάπως παράξενη σκέψη. «Αν δω κάτι να βγαίνει μέσα
από τη Θάλασσα, θα το θυσιάσω στο θεό Ποσειδώνα». Μόλις
είχε τελειώσει τη σκέψη του, όταν, ξαφνικά, είδε την
ήσυχη θάλασσα να αναταράζεται μπροστά του και μέσα από
τα κύματα να προβάλλει ένας ταύρος! Ο ταύρος έφτασε
κολυμπώντας στην ακτή και τότε, τα μάτια του βασιλιά
Μίνωα γέμισαν από θαυμασμό. Πιο όμορφο και ρωμαλέο ταύρο
δεν είχε δει ποτέ του! Ήταν κατάμαυρος, με γυαλιστερό
τρίχωμα, είχε δυο μεγάλα κέρατα, γερά πόδια και μια
αγέρωχη κορμοστασιά.
«Είναι κρίμα να θυσιάσω αυτόν τον όμορφο ταύρο», είπε
με το νου του, ξεχνώντας την υπόσχεση που είχε δώσει
πιο πριν. «Θα τον κρατήσω στο κοπάδι μου και θα θυσιάσω
έναν άλλο ταύρο». Όμως ο Ποσειδώνας θύμωσε γιατί δεν
κράτησε το λόγο του ο Μίνωας. Έκανε τότε τον ταύρο να
αγριέψει και να φύγει τρέχοντας για το κοντινό δάσος.
Από την ημέρα εκείνη, ο άγριος ταύρος του Ποσειδώνα
έγινε ο φόβος και ο τρόμος της Κρήτης. Σκότωνε όποιο
ζωντανό πλάσμα έβρισκε μπροστά του, είτε ζώο ήταν αυτό,
είτε άνθρωπος. Λέγεται μάλιστα ότι ο φοβερός Μινώταυρος
ήταν γιος αυτού του φοβερού ταύρου. Αυτόν τον άγριο
ταύρο του Ποσειδώνα έστειλε ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή να
τον τιθασεύσει και να τον φέρει στην Τίρυνθα.
Ύστερα από ένα μεγάλο ταξίδι ο Ηρακλής έφτασε στην Κρήτη.
Έστησε καρτέρι στον ταύρο και όταν τον είδε να βγαίνει
πίσω από ένα πυκνό φύλλωμα και να τρέχει να τον χτυπήσει
με τα κέρατά του, τίναξε με τέχνη το σκοινί του και
κατάφερε να φυλακίσει στη θηλιά του το κεφάλι και ένα
μπροστινό πόδι του ταύρου. Όταν το ζώο έπεσε κατά γης,
το χτύπησε με το ρόπαλό του στο κεφάλι, το ζάλισε κι
έτσι το έδεσε με την ησυχία του. Το σήκωσε τότε στους
γερούς του ώμους, το φόρτωσε σε ένα καράβι και το έφερε
στην Τίρυνθα.
Π. Στρατίκη, Ηρακλής και Θησέας, σ. 26-27. Στρατίκης,
Αθήνα 1986
Ο Ηρακλής πανελλήνιος ήρωας
Ο Ηρακλής είναι η κυρίαρχη ηρωική μορφή στην ελληνική
μυθολογία. Η παράδοση τον συνδέει με το Άργος και τη
Θήβα, όπου γεννήθηκε, χώροι στους οποίους θα πρέπει
να δημιουργήθηκε κάποτε ως τοπικός ήρωας. Ωστόσο με
τους άθλους και τις πράξεις του ξεπέρασε τα όρια της
τοπικής του παράδοσης και αναδείχθηκε ήρωας πανελλήνιος.
Έτσι, δεν μπορεί να περιοριστεί σε έναν συγκεκριμένο
μυθολογικό κύκλο. Παράλληλα με τους άθλους που εκτέλεσε
μόνος του, επιχείρησε και μεγάλες εκστρατείες, κυρίευσε
μάλιστα πρώτος αυτός την Τροία. Είναι ο μόνος ήρωας
που όταν πεθαίνει, αξιώνεται να ανεβεί στον Όλυμπο και
να παντρευτεί μια θεά, την Ήβη, για να ζήσει αθάνατος
και αγέραστος ανάμεσα στους Ολύμπιους. Οι άλλοι μεγάλοι,
αγαπημένοι των θεών ήρωες, όπως ο Ορφέας, ο Κάδμος,
ο Αχιλλέας, ο Διομήδης, ζουν στα Ηλύσια Πεδία, και αυτοί
αθάνατοι και αγέραστοι, όχι όμως άξιοι να πατήσουν το
κατώφλι του Ολύμπου…
Η μορφή του Ηρακλή αντιπροσωπεύει τον μεγάλο, δωρικό
στην αρχή, εθνικό έπειτα ήρωα, από τους Έλληνες όλους
τιμημένο για την παλικαριά του. Που γύρισε τον κόσμο
όλο για να τον εξημερώσει, λυτρώνοντάς τον από αγριάνθρωπους,
θεριά, αγρίμια και τέρατα. Που με λιγοστούς συντρόφους
πάτησε δυο μεγάλες πολιτείες, την Πύλο και την Τροία,
σε λίγες μέρες μέσα. Που τόλμησε να τα βάλει με θεούς
–την Ήρα, τον Απόλλωνα και τον Πλούτωνα. Που το βάσταξε
η καρδιά του να κατεβεί και στον Κάτω Κόσμο ακόμα.
Ο ήρωας που τα κατόρθωσε όλα αυτά όμως, δεν χαρακτηρίζεται
από τη δύναμη του πρωτόγονου όντος, δεν ανήκει στα τέρατα
της Θεογονίας, ούτε είναι σαν τις δυνάμεις καταστροφής
των ανατολικών θρησκειών. Εμφανίζεται στα ανθρώπινα
μέτρα με τη διέκτασή τους στα όρια του θαυμαστού. Είναι
ο εξολοθρευτής ολέθριων τεράτων και ο εκδικητής κάθε
αδικίας, και τελικά παρουσιάζεται ως ο αντίποδας του
κακού. Με την εξέλιξη του μύθου του γίνεται φορέας τού
πολιτισμού και σωτήρας της ανθρωπότητας, ενσάρκωση των
προσδοκιών, των ελπίδων και αντιλήψεων του λαού που
τον δημιούργησε. Γι’ αυτό και δίπλα στο στοιχείο τού
απλά ηρωικού έπρεπε να ολοκληρωθεί και ως ηθική μορφή.
Φυσικό ήταν να τον οικειοποιηθεί η φιλοσοφία, δίνοντάς
του ηθική υπόσταση: ο σοφιστής Πρόδικος επινόησε μια
αλληγορία στην οποία έβαλε τον Ηρακλή να προτιμάει τον
ανηφορικό δρόμο της Αρετής από τον εύκολο της Κακίας.
Οι Πυθαγόρειοι τον πρόβαλαν ως το πρότυπο της αρετής
και της καρτερίας, οι Κυνικοί τον έκαμαν αρχηγέτη τους.
Μια τόσο ισχυρή μορφή, φορτωμένη με τόσες πολλές μυθικές
μνήμες και πίστεις, είναι φυσικό ότι κυριάρχησε θεματικά
στην ποίηση και την τέχνη. Το έπος, η λυρική και η δραματική
ποίηση, η κωμωδία κυρίως, αλλά και η ιστοριογραφία και
τα άλλα είδη του λόγου, ασχολήθηκαν σε μεγάλη έκταση
με τις αναρίθμητες πλευρές του μύθου του. Ο μύθος λοιπόν
του Ηρακλή καθώς γινόταν αντικείμενο επεξεργασίας στην
ποίηση και την τέχνη, στην πορεία του μέσα στους αιώνες
ακολούθησε μια διαδικασία «εκπολιτισμού» τού ήρωά του.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι τελικά ο Ηρακλής ως μυθολογική
μορφή σιγά σιγά έγινε το πρότυπο στο οποίο συναιρέθηκαν
όλες οι τάσεις – ακόμα και οι πιο τολμηρές – του μυθολογικού
λόγου και όπου εξισορροπήθηκαν αρχαϊκές πίστεις με κατακτήσεις
του λόγου και αντιλήψεις που γεννούσε η πολιτιστική
πορεία του αρχαίου κόσμου.
Η παραβολή με την Αρετή και την Κακία
Όταν ο Ηρακλής είχε μπει στην εφηβική ηλικία, έφτασε
ο καιρός να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει το δρόμο της
αρετής ή της κακίας. Βγήκε λοιπόν σε μια ερημιά και
σκεφτόταν. Μετά από λίγη ώρα εμφανίστηκαν μπροστά του
δύο μεγαλόσωμες γυναίκες. Η μια ήταν ντυμένη με άσπρα
καθαρά φορέματα, με ευπρέπεια και ελευθερία στις κινήσεις
της, αλλά συγχρόνως με σεμνή συμπεριφορά και ντροπαλότητα
στο πρόσωπο. Η άλλη ήταν παχιά και απαλή, γεμάτη καλλυντικά
στο πρόσωπο για να φαίνεται πιο άσπρη και ροδαλή απ΄
ό,τι η φύση την έκανε. Κράταγε τα μάτια προκλητικά ανοιχτά,
φορούσε διάφανα φορέματα για να φαίνονται οι γραμμές
της, κοιτούσε αν την έβλεπαν και συχνά παρατηρούσε τον
ίδιο της τον ίσκιο. Καθώς πλησίαζαν τον Ηρακλή, αυτή
που ήταν ντυμένη με πολυτέλεια έτρεξε πριν από την άλλη
και είπε στον Ηρακλή:
«Βλέπω ότι δεν ξέρεις ποιο δρόμο να ακολουθήσεις στη
ζωή σου. Αν με κάνεις φίλη σου, θα σε φέρω στον πιο
ευχάριστο και πιο εύκολο δρόμο. Θα έχεις όλες τις ηδονές
και όλα τα ευχάριστα πράγματα στη ζωή, ενώ δεν θα γνωρίσεις
τίποτα δυσάρεστο . Δεν θα έχεις σκοτούρες για πολέμους
και άλλες ενοχλήσεις. Μοναδική σου φροντίδα θα είναι
τι να φας, τι να πιεις, τι ευχάριστο να δεις, να ακούσεις
ή τι να πιάσεις. Πώς θα κοιμάσαι καλύτερα και πώς θα
περνάς τις μέρες σου χωρίς κόπο. Ακόμα και αν φανεί
πως πάνε να λείψουν όλα αυτά, δεν υπάρχει φόβος να σε
βάλω να δουλέψεις για να τα αποκτήσεις. Αυτά που θα
κάνουν οι άλλοι, εσύ θα τα χρησιμοποιείς, μη απέχοντας
από καθετί που φέρνει κέρδος, γιατί εγώ εξασφαλίζω τη
δυνατότητα να ωφελούνται όσοι είναι στη συντροφιά μου».
Ο Ηρακλής τη ρώτησε τότε πώς τη λένε και αυτή του είπε:
«Όσοι με αγαπούν με λένε Ευδαιμονία. Όσοι με μισούν
με ονομάζουν Κακία».
Μετά πλησίασε η δεύτερη γυναίκα και του είπε:
«Έρχομαι και εγώ σε σένα, Ηρακλή. Ξέρω τους γονείς σου
και πως μεγάλωσες με φρόνηση και πιστεύω πως, αν ακολουθήσεις
το δρόμο μου, θα κάνεις στη ζωή σου ωραίες και σεμνές
πράξεις. Δεν θα σε εξαπατήσω με το να σου υποσχεθώ ηδονές.
Θα σου πω όλη την αλήθεια πώς οργάνωσαν οι θεοί τη ζωή
των όντων. Όρισαν να αποκτούν οι άνθρωποι τα αγαθά και
τα ωραία με κόπο και φροντίδα. Αν θέλεις να σε ευσπλαχνίζονται
οι θεοί, πρέπει να τους λατρεύεις. Αν θέλεις να σε αγαπάνε
οι φίλοι σου, πρέπει να τους ευεργετείς. Αν θέλεις να
σε τιμάει η πόλη, πρέπει να την ωφελείς. Αν έχεις την
αξίωση να σε θαυμάζει όλη η Ελλάδα για αρετή, πρέπει
να προσπαθείς πάντα να κάνεις καλές πράξεις γι΄ αυτήν.
Αν θέλεις να σου δίνει η γη καρπούς, πρέπει να την καλλιεργήσεις.
Αν νομίζεις πως πρέπει με τον πόλεμο να αυξηθείς, να
ελευθερώσεις τους φίλους και να κατανικήσεις τους εχθρούς,
πρέπει να μάθεις την πολεμική τέχνη και αν θέλεις να
είσαι δυνατός στο σώμα, πρέπει να το συνηθίσεις να υπηρετεί
το πνεύμα και να το γυμνάσεις με κόπο και ιδρώτα».
Μετά από τα λόγια αυτά και οι δύο γυναίκες προσπαθούσαν
να πείσουν τον Ηρακλή, πόσο καλύτερος ήταν ο δρόμος
της καθεμιάς. Ιδιαίτερα η Αρετή, η δεύτερη, παρουσίασε
τον δικό της, ότι παρόλο που ήταν δεμένος με προσπάθειες,
κόπους και στερήσεις, όμως τελικά έκανε τον άνθρωπο
πραγματικά ευτυχισμένο, αγαπητό στους φίλους και αρεστό
στους θεούς, χρήσιμο στους άλλους και στον εαυτό του.
Με αυτές τις σκέψεις, λένε πως η Αρετή έπεισε τον Ηρακλή
να ακολουθήσει το δικό της δρόμο.
Ξενοφώντα, Απομνημονεύματα 2, 1, 21 κ.ε.
Απόδοση Γ. Αναστασίου, Ελληνική Μυθολογία, τ. 4, σ.121,
Εκδοτική Αθηνών