ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
   

Ο Ηρακλής και οι Ολυμπιακοί αγώνες

Ο Ηρακλής, σύμφωνα με τη μυθολογία, εκτός από τους δώδεκα άθλους του μέσα από τους οποίους ενσάρκωσε την τρομερή και αδιάκοπη προσπάθεια του ανθρώπου να δαμάσει τη φύση και να τη θέσει στην υπηρεσία του, καθιέρωσε πρώτος τους Ολυμπιακούς αγώνες. Ως την εποχή εκείνη οι ελληνικές πόλεις είχαν εχθρικές διαθέσεις μεταξύ τους και συχνά κατέληγαν σε πόλεμο. Ο Ηρακλής συγκρούστηκε με τυράννους πόλεων ή με άλλους ισχυρούς άνδρες που εξουσίαζαν με αδικίες και βία ή συμπεριφέρονταν με σκληρό και βάναυσο τρόπο και κατάφερε να διεξαχθούν στην Ολυμπία, στον ωραιότερο τόπο της Ελλάδας, αθλητικοί αγώνες αλλά και αγώνες πνεύματος (μουσικοί, ποιητικοί κ.λπ.). Όλα αυτά τα έκανε γιατί πίστευε ότι οι Ολυμπιακοί αγώνες θα συνέβαλλαν στη δημιουργία πανελλήνιου πνεύματος μέσα από το οποίο θα εδραιωνόταν η συνεργασία, η φιλία και η ειρήνη στην Ελλάδα.
Λυσίας, Ολυμπιακός 1-2 (ελεύθερη απόδοση)


Στον Ιέρωνα το Συρακούσιο, νικητή σε ιπποδρομία

Όπως το νερό είναι το πολυτιμότερο στοιχείο, όπως ο χρυσός, που λάμπει σαν φωτιά στη νύχτα, είναι το ακριβότερο αγαθό και, όπως ο ήλιος φεγγοβολεί περισσότερο από κάθε αστέρι στην ερημιά του αιθέρα, έτσι και οι ολυμπιακοί αγώνες λάμπουν και σκιάζουν κάθε άλλο αγώνα
Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος 1, ωδή στον Ιέρωνα (ελεύθερη απόδοση)


Στο Θήρωνα τον Ακραγαντίνο, νικητή σε αρματοδρομία.

Ύμνοι της λύρας βασιλιάδες, ποιο θεό, ποιον ήρωα, ποιον άντρα θα τραγουδήσουμε; Στο Δία η Πίσα ανήκει και τους ολυμπιακούς αγώνες ο Ηρακλής τους ίδρυσε… Και το Θήρωνα, άντρα ξακουστό, που νίκησε στο τέθριππο, ας υμνήσουμε, το στήριγμα του Ακράγαντα, λαμπρών προγόνων τον ανθό, της πόλης του σωτήρα.
Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος 2, ωδή στο Θήρωνα (ελεύθερη απόδοση)


Η τρίτη ημέρα των ολυμπιακών αγώνων

Ξημερώνει η μεγάλη μέρα των Ολυμπίων. Για αυτή την ημέρα έχουν ξεκινήσει τα πλήθη από τα πέρατα του κόσμου και έχουν υποβληθεί στους απερίγραπτους κόπους και τις ταλαιπωρίες του δύσκολου και μακρινού ταξιδιού. Βδομάδες και μήνες στις στεριές και τις θάλασσες ώσπου να φτάσουν στην ιερή Ολυμπία. Σε λίγο θα δουν τους θεαματικούς ιππικούς αγώνες και η μέρα θα κλείσει με το πένταθλο, στο οποίο θα αγωνιστούν οι πιο φημισμένοι αθλητές του ελληνικού κόσμου.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών, σ. 130.


Η πέμπτη ημέρα των Ολυμπιακών αγώνων

Από το προσκύνημα των θεών είχε αρχίσει η Ολυμπιάδα. Με θυσίες και ευχαριστίες στους θεούς θα τελειώσει. Οι νικητές αθλητές, με το κλαδί του φοίνικα στο χέρι, συγκεντρώνονται στο ναό του Δία. Ο κήρυκας φωνάζει ένα-ένα τα ονόματα των αθλητών και την πατρίδα τους και ο πρεσβύτερος των ελλανοδικών τους στεφανώνει. Το μεσημέρι οι Ηλείοι παραθέτουν στο Πρυτανείο γεύμα στους νικητές όλων των αγωνισμάτων και το βράδυ στρώνονται μεγάλα τραπέζια από τις αντιπροσωπείες των πόλεων ή από πλούσιους φιλάθλους που θέλουν να τιμήσουν νικητές. Ως αργά τη νύχτα η ήρεμη κοιλάδα της Ολυμπίας αντηχεί από τα τραγούδια και τα ξεφαντώματα, από τους ύμνους και τους παιάνες, τις ευχές και τα συγχαρητήρια. Η Ολυμπιάδα έχει πια λήξει.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών, σ. 133


Καλλιπάτειρα*

– Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε. – Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες.
Να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μες τα ωραία
κορμιά, που για τα’ αγρίλι του Ηρακλέα
παλαίβουν, θαυμαστές ψυχές αντρίκιες.
Με τις άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια.
Στον αγώνα το σόϊ μου θα φαντάζη
με της αντριάς τα αμάραντα προνόμια.
Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου.
Λορέντζος Μαβίλης

* Ο μύθος της Καλλιπάτειρας βρίσκεται στον Ανώτατο Σχολιαστή του Πινδάρου (Ολυμπ. Ζ΄ ). Η αρχόντισσα αυτή της Ρόδου, κόρη του Διαγόρα και μητέρα ολυμπιονικών, ντύθηκε ανδρικά για να μπορέσει να εισχωρήσει στους αγώνες, όπου η είσοδος των γυναικών ήταν απαγορευμένη.
Ανθολογία Περάνθη, τ. Β΄, σελ. 202


Ο Ολυμπιακός Ύμνος*

Αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα
του μεγάλου του ωραίου και τ’ αληθινού
κατέβα, φανερώσου κι άστραψε ΄δω πέρα
τη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
και με τ΄ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.

Κάμποι , βουνά και πέλαγα φέγγουνε μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
αρχαίο πνεύμα αθάνατο κάθε λαός.
Κωστής Παλαμάς (Ασάλευτη ζωή)

* Ο ύμνος παραγγέλθηκε στον ποιητή το Μάιο του 1895 από την Επιτροπή ολυμπιακών Αγώνων, ύστερα από επιμονή του Δημ. Βικέλα και του Τιμ. Φιλήμονος. Μελοποιήθηκε από τον κερκυραίο μουσουργό Σπύρο Σαμάρα και απετέλεσε τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων, που οργανώθηκαν στο Στάδιο το 1896.
Ανθολογία Περάνθη, τ. Β΄, σελ. 116


Ολυμπία

Ερμή,
Μη σε τρομάξουν οι άνθρωποι!
Μάζεψε κάτου απ’ τη σάλπιγγά σου τους λαούς
όπου κι αν είναι, όποιοι κι αν είναι,
Πες τους να ξεκινήσουν όλοι για την Ολυμπία.
Χιλιάδες χιλιάδες χιλιάδες έφηβοι,
σμάρια από κορμιά άσπρα, μαύρα, κίτρινα,
να πάνε να ξεπλυθούν κοντά στην παλαίστρα
απ’ το χθες απ’ το σήμερα, απ’ το αύριο,
Πέρα στο ξέφωτο η Ολυμπία
ξάγρυπνη μερόνυχτα πλέκει για τον καθένα τους
κι από ’να στεφάνι αγριμιά ελληνικής ειρήνης
Ειρήνης όλου του κόσμου.
Τάκης Δόξας


Το τοπίο της Ολυμπίας

Καραμούζες, τροκάνες, βιολιά, άντρες και γυναίκες ξελαρυγγίζουνται, παιδιά κλαίνε, κοκόρια κράζουν, αλόγατα χλιμιντρούν, μπουλούκια γουρούνια γκουίζουν ανασκαλεύοντας τη λάσπη του ποταμού, κι άλλα φορτωμένα στους ώμους, ψητά, προβάλλουν, μέσα από το σακί, ένα εξαίσιο ρύγχος, μυτερό, γυαλιστερό, ξεροψημένο, όπως το βλέπουμε κάποτε σε αρχαία αγγεία. Κουρνιαχτός σηκώνεται μέσα στο λιοπύρι κι αναγουλιαστικιά κνίσα από τα κοκορέτσια που στριφογυρίζουν απάνω στη θράκα. Όλη η ακροποταμιά βουίζει γεμάτη ανθρώπους και ζώα, κι οι πολύχρωμες πατανίες, τα ταγάρια, οι φουβούδες, οι βρώμες, λάμπουν μέσα στο φοβερόν ήλιο. Αλάκερη η ιερή τούτη κλασική περιοχή του Κλάδεου απλώθηκε μπροστά μας σαν παρδαλό ξωτικό τσιγγανοχώρι.
Ολυμπία. Αγώνες, γυαλιστερά προπονημένα κορμιά, αθάνατοι στεφανωμένοι αθλητές, οι στίχοι του Πινδάρου, θεοί, ήρωες, αετώματα, όλο το αρχαίο μαρμάρινο όραμα ταράχτηκε μια στιγμή μολεμένο από τους ιδρωμένους, φωνακλάδες, παραδομένους στο εμπόριο πανηγυριώτες. Μας έχουν παραστρατίσει τα βιβλία κι οι δασκάλοι, κι η αρχαία Ελλάδα κατάντησε στη φαντασία μας μια σειρά μαρμαρένια αγάλματα άψυχα, κι όταν πάμε προσκυνητές σε αρχαία ερείπια μας αρέσει να τα βλέπουμε έρημα και βουβά, σε ρομαντική εγκατάλειψη.
Μα η αρχαία Ελλάδα ήταν γεμάτη φωνές και καβγάδες κι εμπόρους, κι ο Κλάδεος τούτος ποταμός κι ο Αλφειός στους μεγάλους αγώνες μούγκριζαν όπως σήμερα από ανθρώπους, αλόγατα και γουρούνια. Έτσι θα στήνουνταν και τότε οι παρδαλές παράγκες και θα πουλούσαν κρέατα, στραγάλια, παιχνιδάκια και πήλινους θεούς. Η αρχαία Ελλάδα δεν ήταν ένας άοσμος ανέγγιχτος υπερφυσικός ανθός, ήταν ένα δέντρο που ρίζωνε βαθιά στη γης κι έτρωγε λάσπες κι είχε ανθίσει. Όσο μάλιστα περισσότερη λάσπη έτρωγε, τόσο κατεργάζουνταν και πιο πλούσιο το ανθό της. Η περίφημη αρχαία απλότητα, η ισορροπία, η γαλήνη, δεν ήταν οι φυσικές ακοπίαστες αρετές μιας γαλήνιας ισορροπημένης ράτσας, ήταν δύσκολοι άθλοι, λάφυρα από φοβερούς αγώνες, αιώνες πάλευαν οι σκοτεινές οργιαστικές δυνάμεις της γης με τις φωτεινές δυνάμεις του ανθρώπου. Κι έτυχε –αυτό είναι το ελληνικό θαύμα- για κάμποσα χρόνια να νικήσει ο ανθρώπινος Λόγος το χάος.
Ανεβαίνω σιγά από το σταθμό, περνώ το μικρό χωριουδάκι, τους καφενέδες, τα μανάβικα, τα μαγαζάκια, κοιτάζω τους ζωντανούς απογόνους με τα άσκημα στριμμένα κορμιά, με τα παμπόνηρα ματάκια, με το βλάχικο σκούφο. Άλλη φορά θα με κυρίευε ίσως άσκοπος θυμός ή ρομαντική μελαγχολία, γιατί θα σύγκρινα τα κακομοιριασμένα τούτα κορμιά με τ’ αγάλματα. Μα τώρα ξέρω πως τέτοιοι θα ήταν κι οι πρόγονοι, και μονάχα ύστερα από αγώνα κι επιλογή μερικά κορμιά θα έφτασαν στην υψηλή νίκη του άνθους. Κι ήρθε ο τεχνίτης και τα έκαμε αθάνατα. Και τα άλλα αναρίθμητα κορμιά που δε νίκησαν έπεφταν λάσπες μέσα στις λάσπες, γίνουνταν ρίζες κι έθρεφαν τον ανθό.
Νίκος Καζαντζάκης, «Ταξιδεύοντας»


Ο στέφανος της νίκης

Βλέπω τον κήρυκα γοργά κι ολόγυρα να τρέχει,
κι ακούω να κράζει τα’ όνομα, καθώς και την πατρίδα
του νικητή, που νίκησε και σ’ όλα βγήκε πρώτος.
Και βλέπω τον ομορφονιό και τ’ άξιο παλικάρι
να ξεκινά από το σωρό κι αγάλια να πηγαίνει
και ν’ ακουμπά στα γόνατα τ’ αριστερό του χέρι
καμαρωτός, περήφανος μπρος στο χρυσό τραπέζι,
που απιθωμένα απλώνονται τα λιόφυλλα στεφάνια.
Την ξέρω εκείνη την ελιά, την άγρια, την άγια.
Την είδα, που τη φύτεψεν ο Ηρακλής στην Άλτι,
κι άπλωσ’ αυτή τις ρίζες της κι εθέριεψε για πάντα.
Είδα κι εκείνο το παιδί, που ορφάνια δεν γνωρίζει,
το ‘δα να κόβει τα κλαδιά με το χρυσό δρεπάνι
και να τα φέρνει τρέχοντας να γίνουν τα στεφάνια.
Βλέπω τον πρώτο νικητή, στεφανωμένο τώρα!
Χαρά στο γέρο το γονιό, που τον θωρεί από πέρα,
χαρά στη μάνα, μακριά που καρτερεί με πόθο…
Χαρά στη δοξασμένη του και ξακουστή πατρίδα,
όπου γεννά τέτοια παιδιά και τέτοια παλικάρια!…
Ιωάννης Πολέμης


Στο Μαραθωνοδρόμο

Στη δόξα που γυρτή σε στεφανώνει
με της ελιάς το νικηφόρο κλώνα,
και τ’ όνομά σου αθάνατον ενώνει
μ’ όνομα δοξασμένο στον αιώνα.
Μια μόνη ευχή ονειρευτή σου ανήκει.
Να ‘ρθεις από μια μάχη αληθινή
λαχανιασμένος να φωνάξεις «Νίκη»
και ν’ αποθάνεις ένδοξη θανή.
Ιωάννης Πολέμης


ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Ωδή στον Λούη

Πως είν’ αθάνατ’ η Ελλάδα,
Κι η δύναμή της περισσή,
Στη νέα της Ολυμπιάδα
Λούη, τ’ απόδειξες Εσύ.

Εσύ, που σε χωριό κρυμμένος
Καθώς διαμάντι μες τη γη,
Μιαν ώρα πρόβαλες φερμένος
Απ’ την αθώρητη πηγή.

Και το ‘δειξες του κόσμου πάλι,
Πως κάθε πράξ’ ηρωική,
Κάθε απόφαση μεγάλη,
Κάθε ιδέα ευγενική,

Απ’ του χωριού τα σπλάχνα βγαίνει,
Και μες τη χώρα πλημμυρίζει,
Σαν το νερό που κατεβαίνει
Απ’ το βουνό και την ποτίζει.
Αργύρης Εφταλιώτης


Ο μαραθωνοδρόμος Λούης

ΦΑΣΟΥΛΗΣ: Λησμόνησε, βρε Περικλή, μεγάλον πατριώτη
κι έλα να κουβεντιάσουμε για τον Αμαρουσιώτη.
Γι’ αυτόν ξεπαρδαλώνεται κι ο κόσμος κι η Κορώνα,
κι αν ξένος ήρχετο κανείς από τον Μαραθώνα
κι αν δεν ετύχαινε κι ο Φλακ στη μέση ν’ απομείνει,
φαντάσου ποίον όνειδος και ποία καταισχύνη.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ: Και μόνον αν το φαντασθώ, βρε φασουλή βερέμη,
τα γόνατά μου λύνονται και το κορμί μου τρέμει,
κι αισθάνομαι τα μέσα μου, πως τα τρυπά στιλέτο…

ΦΑΣΟΥΛΗΣ: Ποιος θα μας τόλεγε ποτέ, καϋμένε Περικλέτο
πως όταν εξημέρωνε Παρασκευής ημέρα
η Δόξ’ από τα χώματα του Μαραθώνος πέρα
φιρί φιρί μας γύρευε
και νίκες μας μαγείρευε.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ: Τι δόξα που θα χάναμε, βρε Φασουλή, χαράμι,
μα τώρα νενικήκαμεν και δεν με μέλλει δράμι,
αν μια για πάντα της Βουλής κλεισθεί το Παρλαμέντο
κι αν κάνομ’ εκατό φορές καινούργιο φαλιμέντο.
Γεώργιος Σουρής


Οι ολυμπιακοί Αγώνες

ΦΑΣΟΥΛΗΣ: Ύμνους αναξιφόρμιγγας, βρε Περικλή, θα ψάλλω
και δι’ Αγώνας διεθνείς τον σβέρκο μου θα βγάλω.
Τίνα μεγάλον ήρωα, τίν’ άνδρα κελαδήσομεν;
Ελάτε βάρη ν’ άρωμεν, ελάτε να πηδήσωμεν,
και να παρακαλέσωμεν, με δίσκους εις το χέρι
Αβέρωφ τον περίδοξον να λύσει το κεμέρι,
κι ολάκερο το Στάδιο μαρμάρινο να κάνει
για ν’ αλωνίζουν Κόννολυ και Φλακ κι Αμερικάνοι.
Λοιπόν, που λες το Στάδιον παρέδωσεν ευσχήμων
στον κύριον Διάδοχον ο κύριος Φιλήμων,
ο δε κλεινός διάδοχος το πήρε πέρα-πέρα
κι αμέσως το παρέδωσε προς τον σεπτόν πατέρα,
ο δε πατήρ διά μιάς συντόμου ρητορείας,
το χάρισε προς τον λαόν διά μελλούσης χρείας.
Και τότ’ εβροντοφώνησε το κλέος των Ελλήνων
κι ο πλέον αφιλόπατρις ευθύς εσυγκινήθη,
και δι’ οργάνων, Περικλή, εγχόρδων και χαλκίνων
η δοξαστή παράδοση εξόχως εξυμνήθη.
Χαίρε λοιπόν, ω Στάδιον,
της δόξης μας Παλλάδιον,
και θαύμα δυσθεώρητον του τρέχοντος αιώνος,
μαρμάρινον και πέτρινον και ξύλινον συγχρόνως.
Γεώργιος Σουρής