Irregular Verbs

Infinitive or Base Form Simple Past (Past) Participle
be (am/is/are) - είμαι  was/were - ήμουν/ήμαστε been - έχω πάει
beat - χτυπάω beat - χτύπησα beaten - έχω χτυπήσει
become - γίνομαι became - έγινα become - έχω γίνει
begin - αρχίζω  began - άρχισα begun - έχω αρχίσει
bite - δαγκώνω bit - δάγκωσα bitten - έχω δαγκάσει
blow - φυσάω blew - φύσησα blown - έχω φυσήσει
break - σπάζω broke - έσπασα broken - έχω σπάσει
bring - φέρνω brought - έφερα brought - έχω φέρει
build - χτίζω built - έχτισα built - έχω χτίσει
buy - αγοράζω bought - αγόρασα bought - έχω αγοράσει
catch - αρπάζω caught - άρπαξα caught - έχω αρπάξει
choose - διαλέγω chose - διάλεξα chosen - έχω διαλέξει
come - έρχομαι came - ήρθα come - έχω έρθει
cost- κοστολογώ costed - κοστολόγησα costed - έχω κοστoλογίσει
cut - κόβω cut - έκοψα  cut - έχω κόψει
do - κάνω did - έκανα done - έχω κάνει
draw - ζωγραφίζω drew - ζωγράφισα drawn - έχω ζωγραφίσει
drink - πίνω drank - ήπια drunk - έχω πιει
drive -οδηγώ drove - οδήγησα driven - έχω οδηγήσει
eat - τρώγω ate - έφαγα eaten - έχω φάγει
fall - πέφτω fell - έπεσα fallen - έχω πέσει
feel - νοιώθω felt - ένοιωσα felt - έχω νοιώσει
fight - παλεύω fought - πολέμησα  fought - έχω παλέψει
find - βρίσκω found - βρήκα  found - έχω βρει
fly - πετώ flew - πέταξα flown -έχω πετάξει
forget - ξεχνώ forgot - ξέχασα forgotten -έχω ξεχάσει
get -παίρνω   got - πήρα got - έχω πάρει
give -δίδω gave - έδωσα given - έχω δώσει
go - πάω went - πήγα gone - έχω πάει
grow - μεγαλώνω grew - μεγάλωσα grown - έχω μεγαλώσει
hang - κρεμάω hung - κρέμασα hung - έχω κρεμάσει
have - έχω had - είχα  had - είχα
hear - ακούω heard - άκουσα heard - έχω ακούσει
hide - κρύβω hid - έκρυψα hidden - έχω κρύψει
hit -κτυπώ  hit - χτύπησα hit - έχω χτυπήσει
hold - κρατώ held - κράτησα held - έχω κρατήσει
hurt - πληγώνω hurt - πληγώθηκα hurt - έχω πληγώσει
keep - κρατώ kept - κράτησα kept - έχω κρατήσει
know - ξέρω knew - γνώρισα known - έχω γνωρίσει
leave - φεύγω left - έφυγα left - έχω φύγει
lend - δανείζω lent - δάνεισα lent - έχω δανείσει
let - αφήνω let - άφησα let - έχω αφήσει
lie - ξαπλώνω lay - ξάπλωσα lain - έχω ξαπλώσει
light - ανάβω lit - άναψα  lit - έχω ανάψει
lose - χάνω  lost - έχασα lost - έχω χάσει
make - κάνω made - έκανα made - έχω κάνει
mean - εννοώ  meant - εννοούσα meant - έχω εννοήσει
meet - συναντώ met - συνάντησα met- έχω συναντήσει
pay - πληρώνω  paid - πλήρωσα  paid - έχω πληρώσει
put - βάζω put - έβαλα put - έχω βάλει
read - διαβάζω read - διάβασα read - έχω διαβάσει
ride - ιππεύω  rode - ίππευσα ridden - έχω ιππεύσει /έχω πάει
ring - χτυπώ (κουδούνι) rang - χτύπησα (κουδούνι) rung - έχω χτυπήσει το (κουδούνι)
rise - σηκώνω  rose - σήκωσα  risen - έχω σηκωθεί
run - τρέχω ran - έτρεξα run - έχω τρέξει
say - λέγω said - είπα said - έχω πει
see - βλέπω saw - είδα seen - έχω δει
sell - πουλώ sold - πούλησα sold - έχω πουλήσει
send - στέλνω sent - έστειλα sent - έχω στείλει
shine - λάμπω  shone - έλαμψα shone - έχω λάμψει
shoot - πυροβολώ shot - πυροβόλησα shot - έχω πυροβολήσει
show - δείχνω showed - έδειξα shown - έχω δείξει
shut - κλείνω shut - έκλεισα  shut - έχω κλείσει
sing - τραγουδώ  sang - τραγούδησα  sung - έχω τραγουδήσει
sit - κάθομαι sat - κάθισα  sat - έχω καθίσει
sleep - κοιμούμαι slept - κοιμήθηκα  slept - έχω κοιμηθεί
speak - μιλώ spoke - μίλησα spoken - έχω μιλήσει
spend - ξοδεύω spent - ξόδεψα spent - έχω ξοδέψει
stand - στέκομαι   stood - στάθηκα stood - έχω σταθεί
steal - κλέβω  stole - έκλεψα stolen - έχω κλέψει
swim - κολυμπώ swam - κολύμπησα
swum - έχω κολυμπήσει
take - παίρνω took - πήρα  taken - έχω πάρει
teach - διδάσκω  taught - δίδαξα 
 taught - έχω διδάξει
tear - σχίζω  tore - ξέσχισα torn - έχω σχίσει
tell - λέγω told - είπα told - έχω πει
think - σκέφτομαι thought -σκέφθηκα thought - έχω σκεφθεί
throw - ρίχνω threw - έριξα  thrown - έχω ρίξει
understand - καταλαβαίνω understood - κατάλαβα understood -έχω καταλάβει
wake - ξυπνώ woke - ξύπνησα  woken - έχω ξυπνήσει
wear - φορώ wore - φόρεσα worn - έχω φορέσει
win - κερδίζω won - κέρδισα  won - έχω κερδίσει
write - γράφω wrote - έγραψα written- έχω γράψει

Less common irregular verbs

rise - παρουσιάζομαι   arose - παρουσιάστηκα arisen - έχω παρουσιασθεί
awake - ξυπνάω awoke - ξύπνησα awaked/awoken - έχω ξυπνήσει
bear - κουβαλώ bore - κουβάλησα borne – έχω κουβαλήσει
behold - βλέπω beheld - είδα  beheld - έχω δει
bend - λυγίζω bent - λύγισα bent – έχω λυγίσει
bet - στοιχηματίζω bet/betted - στοιχημάτισα   bet/betted –έχω στοιχηματίσει
bid - προσφέρω bade/bid - πρόσφερα bidden/bid –έχω προσφέρει
bind - δένω bound - έδεσα bound –έχω δέσει
breed - εκτρέφω bred - έθρεψα bred –έχω θρέψει
burn - καίγομαι  burnt/burned - κάηκα burnt/burnedέχω καεί
burst - σκάω burst-έσκασα burstέχω σκάσει
creep - σέρνομαι crept - έσυρα creptέχω σύρει
deal - επιφέρω dealt - επέφερα dealtέχω επιφέρει
dig - σκάβω dug - έσκαψα dugέχω σκάψει
dream - ονειρεύομαι dreamed/dreamt - ονειρεύτηκα dreamed/dreamtέχω ονειρευτεί
feed - ταΐζω fed - τάισα  fedέχω ταΐσει
flee - φεύγω από  fled - έφυγα fledέχω φύγει
fling - πετάω flung - πέταξα flungέχω πετάξει
forbid - απαγορεύω forbade - απαγόρευσα forbiddenέχω απαγορεύσει
foresee - προβλέπω foresawπρόβλεψα foreseenέχω προβλέψει
forgive - συγχωρώ forgave - συγχώρεσα forgivenέχω συγχωρέσει
freeze - παγώνω froze - πάγωσα  frozenέχω παγώσει
grind - αλέθω ground - άλεσα ground - έχω αλέσει
kneel - γονατίζω knelt - γονάτισα knelt έχω γονατίσει
lay - τοποθετώ laid - τοποθέτησα  laid - έχω τοποθετήσει
lead - οδηγώ led – οδήγησα led – έχω οδηγήσει
lean - ακουμπάω leant/leaned – ακούμπησα leant/leaned – έχω ακουμπήσει
leap - πηδάω leapt/leaped - πήδησα leapt/leaped – έχω πηδήσει
learn - μαθαίνω  learnt/learnedέμαθα learnt/learned έχω μάθει
mistake - κάνω λάθος mistook έκανα λάθος mistaken έχω κάνει λάθος
seek - αναζητώ sought – αναζήτησα sought – έχω αναζητήσει
shake - κουνάω shook - κούνησα shaken – έχω κουνήσει
sink - βουλιάζω sank – βούλιαξα sunk – έχω βουλιάξει
slide - κυλάω slid - κύλησα slid – έχω κυλίσει
sling - εκσφεντονίζω slung – εκσφεντόνισα slung - έχω εκσφεντονίσει
smell - μυρίζω smelt/smelled - μύρισα smelt/smelled- έχω μυρίσει
sow - σπέρνω sowed - έσπειρα sown/sowed - έχω σπείρει
speed - τρέχω  sped/speeded - έτρεξα  sped/speeded - έχω τρέξει
spell - γράφω ορθογραφημένα spelt/spelled- έγραψα ορθογραφημένα spelt/spelled -έχω γράψει ορθογραφημένα
spill - χύνω spilt/spilled - έχυσα spilt/spilled - έχω χύσει
spin - σγουρίζω spun/span – σγούρισα spunέχω σγουρίσει
spit - φτύνω spatέφτυσα spatέχω φτύσει
split - χωρίζω  split – χώρισα split  - έχω χωρίσει
spoil - χαλάω spoilt/spoiled – χάλασα spoilt/spoiled  - έχω χαλάσει
spread - απλώνω spread άπλωσα spread έχω απλώσει
spring - χυμάω sprang - χύμιξα sprung - έχω χυμίξει
stick - κολλάω stuck – κόλλησα stuck έχω κολλήσει
sting - τσιμπάω stung - τσίμπησα stung έχω τσιμπήσει
strike - χτυπάω struck – χτύπησα struck/stricken έχω χτυπήσει
swear - βρίζω swore - έβρισα sworn έχω βρίσει
sweep - σκουπίζω  swept – σκούπισα swept έχω σκουπίσει
swell - αυξάνομαι swelled – αυξήθηκα swollen/swelled  - έχω αυξηθεί
swing - κουνάω swung- κούνησα swung έχω κουνήσει
tear -σχίζω toreξέσχισα torn έχω ξεσχίσει
thrust - σπρώχνω βίαια  thrustέσπρωξα βίαια  thrust έχω σπρώξει βίαια
tread - βηματίζω trod - βημάτισα trodden/trodέχω βηματίσει
undertake - αναλαμβάνω undertook - ανέλαβα undertaken έχω αναλάβει
undo - αναιρώ undid - αναίρεσα undone έχω αναιρέσει
upset - αναστατώνω upset - αναστάτωσα upset – έχω αναστατώσει
weave - υφαίνω wove – ύφανα  woven – έχω υφάνει
weep - κλαίω wept - έκλαψα wept – έχω κλάψει
wind - τυλίγω wound- τύλιξα wound – έχω τυλίξει
withdraw - τραβάω withdrew – τράβησα withdrawn – έχω τραβήσει
withhold -παρακρατώ
withheld – παρακράτησα

withheld – έχω παρακρατήσει