| Νιες βγάζει ροδοστάλαχτες και κουτελάτα βόδια, |
260 | Γερά μουλάρια κι' άλογα κι' απύρωτα τριπόδια, |
| βγάζει ψαρύ σιδερικό κι' από χαλκό λεβέτια. |
| Πρώτο βραβείο ζηλεφτό των αλογάδων βάνει, |
| γυναίκα πούξερε λαπρές δουλιές, κι' ένα τριπόδι |
| αφτιάδικο που εικοσιδιό χωρούσε εντός του μέτρα. |
265 | Αφτά του πρώτου· κι' έβαλε του δέφτερου φοράδα |
| έξη χρονώνε, αδάμαστη, πουλάρι γκαστρωμένη. |
| Του τρίτου πάλι τούβαλε απύρωτο λεβέτι |
| που χώραε μέτρα ως τέσσερα, στιλπνόμορφο έτσι ακόμα. |
| Κι' έβαλε διο τού τέταρτου φλουράκια. Και του πέμπτου |
270 | λαγύνα πλουμοσκάλιστη, ανέγγιχτη καινούργια. |
| Και στάθηκε όρθιος στου στρατού τη μέση και τους είπε |
| « Τ' Ατρέα γιοι κι' οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες, |
| » νά αλόγων στέκουν έτοιμα βραβεία, αφτά μπροστά σας. |
| » Τώρα άλλου αν είχαμε νεκρού αγώνα, εγώ το πρώτο |
275 | » θα κέρδιζα και στο γοργό θα πάγαινα καράβι, |
| » τι ξέρτε πόσο τ' άτια μου στο τρέξιμο νικούνε. |
| » Αθάνατά 'ναι· ο Ποσειδός του γέρου μου πατέρα |
| » τα χάρισε, κι' εμένα αφτός μού τάδωκε κατόπι. |
| » Εγώ όμως δε θα παραβγώ με τ' άπιαστα άλογά μου, |
280 | » τι τέτιο χάσανε αμαξά στον κόσμο ξακουσμένο, |
| » κατάκαλο, που πάντα αφτός τις χαίτες τους περέχαε |
| » λάδι ξανθό, αφού τάπλαινε μες στο καθάριο ρέμα. |
| » Αφτόνε τ' άτια μου ποθούν, και με σκυμένο χάμου |
| » στέκουν κεφάλι και τη γης αγγίζει η πλούσια χαίτη. |
285 | » Όμως ζωστείτε οι άλλοι σας να τρέξτε εδώ, όπιος έχει |
| » φαριά γερά και του βαστάει το σφηνωμένο αμάξι.» |
| Έτσι είπε, και να παραβγούν σηκώνουνται αλογάδες. |
| Αρχύτερα ολωνών πολύ ο Έβμηλος σηκώθη, |
| τ' Αδμήτου ο γιος, που πρώτεβε σ' αλογοσύνης τέχνη. |
290 | Κατόπι του Τυδέα ο γιος σηκώθηκε, ο Διομήδης, |
| κι' άτια διο ζέβει Τρωϊκά, που τάχε απ' τον Αινεία |
| άλλοτε αρπάξει, μα έσωσε το νοικοκύρη ο Φοίβος. |
| Τρίτος τ' Ατριά σηκώθη ο γιος, ο καστανός Μενέλας, |
| του Δία θρέμμα, κι' έζεψε διο γλήγορα άλογά του, |
295 | τον Πόδαργο, δικό του ζω, και τ' αδερφού την Αίθα, |
| που ο Χέπωλος την έδωκε του βασιλιά Αγαμέμνου |
| ροσφέτι, τι ήθελε στην Τρία μαζί του να μη σύρει, |
| παρά στον τόπο του έτσι αφτού να μείνει, και το βιός του |
| να χαίρεται που τούδωκε χουφτιές τα πλούτη ο Δίας, |
300 | μες στη Σικιώνα που πλατιά στολίζουν χοροστάσα· |
| αφτή έζεβε ενώ ακράτητη να τρέξει λαχταρούσε. |
| Τέταρτος ο Αντίλοχος να παραβγεί σηκώθη, |
| του Νέστορα ο λεβέντης γιος, του στεριοστήθα γέρου, |
| και διο καλότριχα άλογα μ' ακούραστα ποδάρια |
305 | στ' αμάξι ζέβει, θρέμματα της αμμουδάτης Πύλος. |
| Εκεί νά ο γέρος με σκοπό τα μάτια ναν τ' ανοίξει |
| ζυγώνει, κι' έτσι σε σοφό σοφά μιλούσε λόγια |
| « Ναι εσένα, γιε μου Αντίλοχε, και νιο έτσι πούσαι, ο Δίας |
| » σ' αγάπησε κι' ο Ποσειδός, και σούμαθαν καθ' είδος |
310 | » αλογοσύνες· έτσι εσύ δε θες και τόση ορμήνια. |
| » Ξέρεις τις άκρες τεχνικά να στρίβεις· μα έλα τ' άτια |
| » π' οκνά σού τρέχουνε, κι' αφτού θαρρώ ίσως πέσεις όξω. |
| » Τώρα έλα, γιε μου, μην αργείς, μόν σκέψου κάθε τρόπο |
| » σκέψου καλά, μήπως τυχόν σου φύγουν τα βραβεία. |
315 | » Με νου ο ξυλάς καλύτερος, κι' όχι με χέρια τόσο· |
| » με νου την τράτα στου γιαλού τ' αφρογαλάζο κύμα |
| » την κυβερνά ο αρμενιστής σα σφίξει ανεμοκαίρι· |
| » με νου αμαξάς τον αμαξά νικάει σαν παραβγαίνουν. |
| » Γιατί όπιος τάχατε έχοντας καλά άλογα κι' αμάξια |
320 | » θαρρέβει, και συχνά άσκοπα ζερβά δεξά αλαργέβει, |
| » σαστίζουν τότες τ' άλογα και βασταγμό δεν έχουν· |
| » μα πες τραβάς πιο οκνά άλογα, μα τη δουλιά κατέχεις, |
| » πάντα στην άκρη ίσα τηράς, ως που να φτάσει η ώρα |
| » να δώκεις δρόμο και κοντά να στρίψεις δίχως λάθος. |
325 | » Ξάστερη η άκρη, θα σ' την πω και δε γελιέσαι, μα άκου. |
| » Όξω απ' το χώρα ως μιαν οργιά στέκει ξερό 'να ξύλο, |
| » πέφκο ή οξά π' από βροχή σαπίλα δε γνωρίζουν· |
| » ζερβόδεξα το συγκρατούν διο πέτρες ασπρισμένες |
| » στο σταυροδρόμι, κι' ομαλό πάει γύρω αμαξοστράτι· |
330 | » καν σύνορο τις έστησαν καν μνήμα οι πριν αθρώποι. |
| » Αφτό άκρη τώρα τ' όρισε του δρόμου ο Αχιλέας. |
| » Έριζα ξύγωσ' το έτσι αφτό σαν το διαβαίνεις γύρω· |
| » και το κορμί πλαγιάζοντας λίγο ζερβά -να έτσι- |
| » μες στο καλόδετο κουτί, μπήξ' τη φωνή, και δώσ' του |
335 | » τ' άλογο βάρα το δεξύ κι' αμόλα του το γκέμι, |
| » μα το ζερβύ έτσι σύριζα το σύνορο ας περάσει, |
| » τόσο που η άκρη να θαρρείς τ' αξόνι πως αγγίζει |
| » της ρόδας· όμως πρόσεξε στην πέτρα μην τσουγκρίσεις, |
| » τι τότε αλίμονο, έχε γιά κι' αλόγατα κι' αμάξι. |
340 | » Οι άλλοι αφτό θαν το χαρούν, μα εσύ με πίκρα πάντα |
| » θαν το θυμάσαι. Έτσι ανοιχτά τα μάτια και φυλάξου ! |
| » Μα μιας το σύνορο άβλαβα και το περάσεις δίπλα, |
| » πάει πια, πού να σου βγουν ομπρός! Ας κυνηγάν, δεν πιάνουν.» |
| Έτσι είπε ο γέρος, και ξανά στη θέση του καθίζει |
345 | αφού της κάθε το κλειδί τού ξήγησε επιστήμης. |
| Πέμτος γοργά άλογα έζεψε να παραβγεί ο Μηριόνης. |
| Και τότες ρήχνουν τους λαχνούς, στ' αμάξια ανεβασμένοι, |
| και σιει τους του Πηλέα ο γιος. Και πρώτος τ' Αντιλόχου |
| βγήκε ο λαχνός· ο Έβμηλος πήρε σειρά κατόπι· |
350 | τρίτος κοντά τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας· |
| κι' έλαχε τέταρτος σειρά του Μέγη ο γιος Μηριόνης· |
| κι' έπεσε ο κλήρος ο στερνός στον πρώτο πρώτο απ' όλους |
| αλογοτρέχτη, στο γερό παλικαρά Διομήδη. |
| Τότες σα μπήκαν στη γραμή, ορίζει τα σημάδια |
355 | ο Αχιλέας πέρα κει στου κάμπου την ισάδα, |
| και λέει του γέρο-Φοίνικα να πάει και ναν τους γίνει |
| σκοπός, και το σωστό να πει τηρώντας πώς θα τρέξουν. |
| Κι' αφτοί όλοι αντάμα στ' άλογα το καμοτσί σηκώνουν |
| και τα βαρούν, και σκούζοντας τους φώναζαν να τρέχουν |
360 | με θάρρος, κι' όλα αβάσταχτα πετούσαν μες στον κάμπο |
| πέρα απ' τα πλοία σαν αητοί, ενώ ως στα ύψη η σκόνη |
| κάτου απ' τα πόδια ανέβαινε σα σύγνεφο ή χαμψίνι, |
| και με το χνώτο τ' αγεριού ανέμιζαν οι χαίτες. |
| Κι' οι άμαξες μια αγγίζανε τη γης τη θνητοθρόφα, |
365 | μιά σηκωτές αρμένιζαν. Κι' αμαξάδες μέσα |
| έστεκαν όρθιοι, κι' η καρδιά τούς χτύπαε να νικήσουν. |
| Μα το στερνό σαν έτρεχαν το δρόμο τα γοργά άτια |
| πίσω ίσα στον ψαρύ γιαλό, τότε έλαμψε η αξία |
| του καθενός, τι τόμπηξαν στα τέσσερα, κι' αμέσως |
370 | όλους ομπρός ξεπέρασε ο άξιος γιος τ' Αδμήτου, |
| με το Διομήδη πούτρεχε τα Τρώϊκα βαρβάτα |
| κατόπι του, όχι όμως μακριά, μόν έτσι πες μιά στάλα, |
| τι όλο λες είταν ν' ανέβουν το μπροστινό τ' αμάξι, |
| και ζέσταινε η ανάσα τους τη ράχη του Εβμήλου |
375 | και τους πλατιούς τους ώμους του, τι τρέχανε με πείσμα |
| σα νάχαν τα κεφάλια τους απάνω του στημένα. |
| Κι' ή θα προσπέρναε μάλιστα ή ζήτημα θε γίνει, |
| αν δεν του φτόναε ο σκοπεφτής του Δία γιος τη νίκη |
| π' άξαφνα τ' ώριο καμοτσί του τίναξε οχ τα χέρια. |
380 | Δάκρια τού γιόμισαν θερμά τα μάτια του απ' το πείσμα, |
| π' όλο θωρούσε πιο γοργά να πιλαλούν τ' άλλα άτια, |
| μα αβάρετα έτσι τρέχοντας καλντούσαν τα δικά του. |
| Τον πήρε όμως της Αθηνάς το μάτι τον Απόλλο |
| πως το Διομήδη αδίκησε, και τρέχει και του δίνει |
385 | το καμοτσί, και δύναμη ξαναφυσάει μες στ' άτια. |
| Έπειτα ξέχειλη θυμό τον Έβμηλο προφταίνει |
| και του τσακίζει το ζυγό· κι' όξω τα ζα απ' τη στράτα |
| του φέβγουν, και μαζί γλυστράει και πέφτει τ' ατιμόνι. |
| Γκρεμίστηκε κι' αφτός σιμά στη ρόδα του οχ τ' αμάξι |
390 | χάμου, και μύτες στόματα κατάγδαρε κι' αγκώνα. |
| Δίπλα ο Διομήδης μέριασε, και βάρα βάρα τ' άτια |
| απ' τους λοιπούς πολύ μπροστά ξεπέταξε, τι θάρρος |
| έβαλε στ' άλογα η θεά και τούδωκε τη νίκη. |
| Δέφτερος πίσω του έτρεχε ο καστανός Μενέλας. |
395 | Τότε έκραξε ο Αντίλοχος στο γονικό ζεβγάρι |
| « Ομπρός κι' εσείς στα τέσσερα με δρασκελιές μεγάλες! |
| » Μ' εκείνα ναι δεν απαιτώ να παραβγείτε τ' άτια |
| » που τρέχει του Τυδέα ο γιος, τι γληγοράδα τώρα |
| » τους χάρισε η θεά Αθήνα και τούδωκε τη νίκη. |
400 | » Μα του Μενέλα τ' άλογα προφτάξτε χέρι χέρι |
| » και μην οκνάτε, μην τυχόν και μιά φοράδα, η Αίθα, |
| » σας μουρνταρέψει. Ομπρός, παιδιά, τί μείνατε έτσι πίσω; |
| » Μα άκου, ένα λόγο θα σας πω που θα σας τύχει κιόλας. |
| » Δεν έχει χάδια πια για σας στο γονικό μας στάβλο, |
405 | » μόν θα σας κόψει αλύπητα ο λάζος τα λαρύγγια |
| » αν πιο αχαμνά απ' τον όκνο σας κερδίσουμε βραβείο. |
| » Μα δρόμο καταπόδι τους! Κι' εγώ έννια σας, δουλιά μου- |
| » έχω το νου μου-στο στενό να προσπεράσω πρώτος.» |
| Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα |
410 | και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και νά το |
| θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. |
| Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα |
| με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. |
| Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει |
415 | το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του |
| κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του. |
| Τότες τ' Ατριά φοβήθηκε ο γιος και του φωνάζει |
| « Βρε αδέρφι, απρόσεχτα τραβάς, μόν κράτα τ' άλογά σου ! |
| » Στενός ο δρόμος... με περνάς, πιο στ' ανοιχτά σα βγούμε... |
420 | » Κράτα, μην πάθουμε κι' οι διο, σου λέω, αν με χτυπήσεις.» |
| Είπε, μα εκείνος έτρεχε και πιο με βιάση ακόμα |
| και βάραε με το καμοτσί σα να μην άκουε τάχα. |
| Όση είναι δίσκου πέτρινου η πιο γνωστή αλαργάδα |
| που ρήχνουν νιοι σα θέλουνε να δουν τη δύναμή τους, |
425 | σαν τόσο πρόστρεξαν μπροστά· και τ' άλλα -του Μενέλα- |
| κάλτισαν πίσω, τι έκοψε τη φόρα τους ο ίδιος, |
| μήπως τα ζα δρομίζοντα μες στο στενό τρακάρουν |
| κι' έρθουν τ' αμάξια ανάποδα, και γκρεμιστούν κι' οι διο τους |
| στις σκόνες μέσα, ενώ ζητούν πιός πρώτος να περάσει. |
430 | Τότες του κράζει ο καστανός με τις βρισές Μενέλας |
| « Δεν έχει, Αντίλοχε, κορμί σαν πούσαι εσύ χαμένο! |
| » Κουρέβου ! Κρίμας γνωστικό π' ως τώρα σε θαρρούσαν. |
| » Μα κι' έτσι δίχως όρκο εσύ δεν παίρνεις το βραβείο.» |
| Έτσι είπε, κι' έσκουξε έπειτα στα ζα του και τους είπε |
435 | « Καρδιά ! Μην τριποδάτε οκνά κιάς σας πικραίνει η λύπη, |
| » τι πρώτα αφτών τα γόνατα και πόδια θ' αποστάσουν |
| » πριν από σας, τι και των διο πια πέρασαν τα νιάτα.» |
| Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε η προσταγή τ' αφέντη |
| και πήραν δρόμο, κι' έφτασαν τα μπροστινά σε λίγο. |
440 | Και στο μεϊντάνι οί Δαναοί τριγύρω καθισμένοι |
| ζητούσαν τα γοργά άλογα να δουν σα θα προβάλουν· |
| κι' αφτά στον κάμπο δρόμιζαν κουρνιαχτοσκεπασμένα. |
| Πρώτος τους τάδε ο Δομενιάς, των Κρητικών αφέντης, |
| τι παρακεί σε ξέφαντο καρτέραε καθισμένος. |
445 | Φωνή από πέρα εκεί άκουσε -και τόνιωσε πιανού 'ταν- |
| κι' είδε σε λίγο τ' άλογο μπροστά που πιλαλούσε, |
| πανώριο, κόκκινο παντού εξόν πούχε άσπρη βούλα |
| λες σα φεγγάρι στρογγυλή στο κούτελο γραμένη. |
| Τότες εφτύς σηκώνεται και στους Αργίτες κράζει |
450 | « Πέστε μου, αδρέφια, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, |
| » μονάχα εγώ, ή και λόγου σας θωράτε πέρα τ' άτια; |
| » Αλλά σα να μου φαίνουνται μπροστά πως πιλαλούνε, |
| » σαν άλλος δείχνει ο αμάξας· και τ' άλλα εκεί στον κάμπο |
| » πάπαθαν πρέπει, πούτανε μπροστά σαν ξεκινούσαν. |
455 | » Ή λέω τα γκέμια τούπεσαν, ή στρίβοντας την άκρη |
| » δεν τούβγε πέρα π' αχαμνά κρατούσε το ζεβγάρι. |
| » Χάμου θενάρθε εκεί θαρρώ και θάσπασε τ' αμάξι, |
| » κι' έτσι το δρόμο τ' άλογα θα πήραν αγριεμένα. |
| » Μα σηκωθείτε ομπρός κι' εσείς να δείτε· τι πιός είναι |
460 | » δεν ξεχωρίζω εγώ καλά. Σα να θαρρώ όμως, πρώτος |
| » ζυγώνει του Τυδέα ο γιος, ο θαρρετός Διομήδης.» |
| Τότες τον έβρισε άσκημα του Οϊλέα ο Αίας |
| « Τί πάντα πρώτος, Δομενιά, πετιέσαι; Εκείνα ακόμα |
| » στον κάμπο πέρα, τρέχουνε, τ' αψηλοπίλαλα άτια. |
465 | » Δεν είσαι νιός και τόσο δα, που τα δικά σου τάχα |
| » πιο αλάργα να ξανοίγουνε απ' ολωνών τα μάτια. |
| » Μα πάντα πρώτος να μιλάς σ' αρέσει... μα ντροπής σου... |
| » Ζά' ναι, σου λέω, και τώρα ομπρός τα ίδια, του Εβμήλου, |
| » σαν πάντα, κι' όρθιος στέκει αφτός τα γκέμια του κρατώντας.» |
470 | Θύμωσε τότε ο αρχηγός των Κρητικών και τούπε |
| « Αία, κορμί φιλόνεικο, κακόγλωσσε, άμε πάρε |
| » παράδειγμα απ' τους άλλους νιους, τι ο νους δε σούχει σέβας. |
| » Θες ; Έλα βάλε στοίχημα... τριπόδι εδώ ή λεβέτι... |
| » κι' ας γίνει ο βασιλιάς κριτής σαν πιό 'ναι το ζεβγάρι |
475 | » που τρέχει πρώτο, και θα δεις σα σκάσεις το λεβέτι. » |
| Είπε, κι' εφτύς πετάχτηκε ο Αίας σκυλιασμένος, |
| και ν' απαντήσει πήγαινε με θυμωμένα λόγια. |
| Κι' ίσως το τσάκωμα πιο ομπρός θα προχωρούσε ακόμα, |
| μα τότε του Πηλέα ο γιος σηκώθηκε κι' έτσι είπε |
480 | « Μην πια θυμούς, αφίστε τες τις προσβολές κι' οι διο σας, |
| » Αία και Δομενιά ! Ντροπής π' ακούν τα παλικάρια. |
| » Κι' αν άλλος τέτια αν κάνει, εσείς ναν τον βαστάτε πρέπει. |
| » Μα τώρα κάτσετε ήσυχοι. Κι' έλα εδωδά καθήστε |
| » μαζί μας, γιατί τ' αλόγα τη νίκη λαχταρώντας |
485 | » όπου κι' αν είναι θα φανούν, κι' όλοι θα δείτε τότες |
| » τ' άτια μαθές των αρχηγών, πιά 'ναι μπροστά, πιά πίσω.» |
| Είπε, και νά ! στα τέσσερα ο θαρρετός Διομήδης |
| ζυγώνει, κι' όλο τ' άλογα καμότσιζε στους ώμους. |
| Κι' ήρθε στη μέση στάθηκε, ενώ ποτάμι ο ίδρος |
490 | έτρεχε κάτου οχ των φαριών τους ώμους και τα στήθια. |
| Έπειτα χάμου εφτύς πηδάει οχ το πανώριο αμάξι |
| γοργάλαφρος, και στο ζυγό το καμοτσί του γέρνει. |
| Μηδέ έχασε ώρα ο Στένελος, μόν τα βραβεία αμέσως |
| αρπάει, και σ' άξιους παραγιούς νιά και τριπόδι δίνει |
495 | μέσα ναν του τα παν, και λει τ' αλόγατα απ' τ' αμάξι. |
| Κι' ήρθε κατόπι δέφτερος του γέρου ο γιος Νεστόρου, |
| με ζαβολιά, όχι αξία τους, περνώντας το Μενέλα. |
| Μα κι' έτσι εκείνος τούτρεχε σιμά σιμά του πάντα. |
| Όσο σε ρόδα τ' άλογο είναι κοντά που σέρνει |
500 | αμάξι αρχόντου ζωηρές με δρασκελιές στον κάμπο, |
| κι' οι ακρινές ουρότριχες λες τα στεφάνια αγγίζουν, |
| να πίσω απ' τον Αντίλοχο σαν πόσο ο γιος τ' Ατρέα |
| πιλάλαε· όμως στην άρχη κι' ως μιά δισκιά 'ταν πίσω. |
| Μάλιστα δρόμο αν είχανε να τρέξουν λίγο ακόμα, |
505 | σου τον προσπέρναε δίχως καν φιλονεικία να γίνει. |
| Μα ο παινεμένος σύντροφος του Δομενιά, ο Μηριόνης, |
| πιο πίσω, ως πες μιά κονταριά, πιλάλαε απ' το Μενέλα, |
| τι πιο αργοκίνητα αλόγα αφτός τραβούσε απ' όλους, |
| όντας κι' ατός του ακάτεχος σ' αμαξοσύνης τέχνες. |
510 | Κι' ο γιος τ' Αδμήτου ερχότανε στερνός ξεμεινεμένος, |
| και θώραες πέρα τ' άλογα που τούσερναν τ' αμάξι. |
| Και σαν τον είδε ο ξακουστός λυπήθηκε Αχιλέας, |
| και πάει στη μέση στέκεται και λέει αφτά τα λόγια |
| « Πιο πίσω ο πιο καλύτερος μάς έρχεται· μα ελάτε |
515 | » βραβείο εδώ ας του δώσουμε σαν που του πρέπει, αδέρφια, |
| » το δέφτερο· όμως του Τυδιά το πρώτο ο γιος ας πάρει.» |
| Έτσι είπε, κι' όπως όριζε ναι τ' απαντήσανε όλοι. |
| Και τη φοράδα τότε εφτύς θάν τούδινε όπως είπαν, |
| μα νά ! άξαφνα σηκώνεται, του γέρου ο γιος Νεστόρου |
520 | και με το δίκιο του απαντάει και λέει αφτά τα λόγια |
| « Θα γίνουμε από διο χωριά, γιε του Πηλέα, αν κάνεις |
| » τώρα ό,τι λες -και πρόσεχε σου λέω, θα μ' αδικήσεις- |
| » τάχα γιατί είχαν ατυχιά τ' αμάξια κι' άλογά του |
| » κι' αφτός είναι άξιος και καλός. Μα τί, ας περικαλιούνταν |
525 | » και στους θεούς· τότε στερνός δε θάφτανε έτσι απ' όλους. |
| » Μα αν τον λυπάται σου η καρδιά και σούναι αγαπημένος, |
| » έχεις χρυσάφι εσύ πολύ, χαλκό 'χεις στην καλύβα, |
| » έχεις φαριά και πρόβατα και χεροδέξες σκλάβες· |
| » πάρε απ' αφτά και δώσ' του, αν θες, και πιο μεγάλο δώρο |
530 | » τώρα εδώ ομπρός μας, κι' όλοι μας θενά σου πούμε γιάσου· |
| » μα τη φοράδα εγώ όχι ! αυτή δεν την αφίνω· ειδέ έλα, |
| » ας δοκιμάσει όπιος τολμάει και βλέπει πώς την παίρνουν.» |
| Είπε, και του χαμογελάει αντίκρυ ο Αχιλέας |
| καλόκαρδα, τι βλάμη του τον είχε αγαπημένο, |
535 | κι' ήμερος έτσι τ' απαντάει διο φτερωμένα λόγια |
| « Αντίλοχε, αν στον Έβμηλο ένα άλλο εγώ να δώσω |
| » θες χάρισμα, καλά, κι' αφτό μετά χαράς σου ας γίνει. |
| » Τσαπράζα απ' τον Αστεροπιό που πήρα θάν του δώκω |
| » χαλκένια, πούναι στολιστά μ' από καλάϊ αράδα |
540 | » λαμπρή τριγύρω· βιος πολύ θα λάβει αν τα πουλήσει.» |
| Είπε, και κράζει του πιστού συντρόφου του Αφτομέδου |
| ναν του τα φέρει· κι' άμα αφτός τού τάφερε από μέσα, |
| στο γιο τ' Αδμήτου τάδωκε που με χαρά τα πήρε. |
| Τότε απ' το πάθος βράζοντας σηκώθηκε ο Μενέλας |
545 | και τον Αντίλοχο έλεγες πως ζήταε να σπαράξει. |
| Κι' ο κράχτης τούβαλε ραβδί στο χέρι, κι' είπε σ' όλους |
| σωπή να κάνουν. Κι' άρχισε έτσι ο θεόμιος άντρας |
| « Τί είταν εκείνα, Αντίλοχε; Κι' εγώ 'λεγα έχεις γνώση. |
| » Μου ντρόπιασες τη λεβεντιά, μ' αδίκησες τα ζώα |
550 | » βάζοντας τα δικά σου ομπρός που παν πολύ πιο πίσω. |
| » Μα ελάτε τώρα, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, |
| » πέστε το δίκιο εδώ μπροστά στο πλήθος... Κι' όχι χάρες· |
| » δε θέλω εγώ να πει κανείς απ' τα παιδιά κατόπι |
| » 'Μέ ζόρι απ' τον Αντίλοχο, με ψέματα ο Μενέλας |
555 | » τ' άλογο πήρε κι' έφυγε. Σαν πιο αχαμνά 'χε ζώα, |
| » μά 'χε μαθές πιο δύναμη και πιο πολλή εξουσία.' |
| » Μα αφίστε, θα δικάσω εγώ, και δε θα πει κανείς σας |
| » πιστέβω εδώ παράπονο, τι ίσα θα πω το δίκιο. |
| » Αντίλοχε, έλα πρόβαλε, θεόσπαρτε αρχηγέ μου, |
560 | « κι' όρθιος μπροστά στ' αμάξι σου το καμοτσί κρατώντας, |
| » βάλε το χέρι στ' άλογα, και σαν που πρέπει ορκίσου |
| » μ' απάτη αν δε μ' αμπόδισες επίτηδες τ' αμάξι.» |
| Τότ' απαντά ο Αντίλοχος, ο γνωστικός λεβέντης |
| « Συμπάθα, τι είμαι εγώ πιο νιός, αφέντη μου Μενέλα, |
565 | » μα εσύ είσαι γεροντότερος και πιό 'σαι ανότερός μου. |
| » Ξέρεις πώς σφάλλουν πάντα οι νιοι και πώς παραστρατούνε, |
| » τι ο νους τους αφαρπάζεται, ρηχιά τους είναι η σκέψη. |
| » Για αφτό μη με συνεριστείς. Να τη φοράδα, ο ίδιος |
| » στη δίνω, κι' άλλο τίποτα καλύτερο αν ορίζεις |
570 | » απ' την καλύβα μου, κι' αφτό μετά χαράς σου πάρ' το. |
| » Κάλια ότι θες, θεόσπαρτε, μα την καλή σου γνώμη |
| » δε χάνω εγώ, ούτε την ψυχή με ψεφτορκιές κολάζω.» |
| Είπε, και παίρνει τ' άλογο και πάει και του το δίνει |
| στα χέρια του. Τότε εκείνου γλυκάθηκε η καρδιά του, |
575 | σα στάχια που τα περεχάει πρωΐ πρωΐ η δροσούλα |
| τότες που ψαίνεται ο καρπός σ' ολόχνουδα χωράφια· |
| έτσι γλυκάθη σου η καρδιά, Μενέλα, μες στα στήθια, |
| κι' ήμερος τότες τούκρινες διο φτερωμένα λόγια |
| « Αντίλοχε, όχ ! Ας σου γενεί καλιά η δική σου χάρη |
580 | » κιάς χόλιασα. Τι ως τώρα εσύ στρεβλός κι' αναποδιάρης |
| » δεν είσουν· έτσι μιά φορά σε συνεπήρε η νιότη. |
| » Μα άλλοτες τώρα μη ζας μ' ανότερους να παίζεις, |
| » γιατί άλλος μα το ναι κανείς το νου δε μου γυρνούσε· |
| » όμως εσύ πολλά 'παθες, πολλά 'χεις τραβηγμένα |
585 | » για μένα, κι' έχει ο αδερφός κι' ο αγαθός σου γέρος, |
| » κι' αφού μου πρόσπεσες ξεχνάω τα πάντα, ναι σου δίνω |
| » και τ' άλογο κιάς είναι αφτό δικό μου, για να μάθουν |
| » κι' αφτοί πως άγρια αγέρωχα δεν έχω εγώ τα σπλάχνα.» |
| Είπε, και στο Νοήμο εκεί, συντρόφι τ' Αντιλόχου, |
590 | δίνει να πάρει τ' άλογο, κι' ο ίδιος το λεβέτι |
| πήρε τ' ολόλαμπρο. Έπειτα τα διο χρυσοκομάτια |
| πήρε ο Μηριόνης, τέταρτος σαν έφτασε με τ' άτια. |
| Πέμτο βραβείο απόμνησκε, διπλόστηστη λαγύνα· |
| αφτή του γέρο-Νέστορα την πήγε ο Αχιλέας |
595 | και του την έδωκε μπροστά σ' όλους εκεί και τούπε |
| « Να ετούτη, γέρο μου, κι' εσύ. Στο θησαυρό σου ας μείνει |
| » να σου θυμίζει τη θαφή του δόλιου καν Πατρόκλου, |
| » τι εκείνον δεν το βλέπεις πια. Και χάρισμα σ' τη δίνω |
| » έτσι, γιατί δεν είσαι εσύ για πάλεμα και γρόθους. |
600 | » Μήτε σε τρέξιμο ποδιών δε θάβγεις ή κοντάρι, |
| » τι, γέρο, πια σε σκέβρωσαν τα χρόνια... ανάθεμά τα !» |
| Είπε, και του την έδωκε στα χέρια του, κι' ο γέρος |
| την πήρε με χαρά, κι' απέ τ' απάντησε διο λόγια |
| « Ναι, γιε μου, αφτά όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια· |
605 | » τι πια, παιδί μου, δε μ' ακούν τα πόδια, ουδέ χοιμούνε |
| » τόσο γοργά τα χέρια μου ζερβόδεξα απ' τους ώμους. |
| » Νιός έτσι ακόμα ας είμουνα, έτσι γερά ας βαστούσα, |
| » σαν τότες που τ' Αμαρυγκιά θαφή είχαν στο Βουπράσι, |
| » του βασιλιά τους, κι' έστησαν αγώνες τότε οι γιοι του. |
610 | » Εκεί κανείς τότ' ίσος μου δε βγήκε, θες Πυλιώτης, |
| » θες Επειγός λιοντόψυχος θες Αιτωλός βουνήσος. |
| » Στους γρόθους πρώτα νίκησα τον άξιο Κλυτομήδη· |
| » στο πάλεμα ένα απ' την Πλεβρό λεβέντη, τον Αγκάγιο, |
| » που να μου βγει σηκώθηκε. Τρέξιμο αν πεις κατόπι, |
615 | » τον Ίφικλο έκανα απ' ασπρού πούχε άφταστα τα πόδια. |
| » Και πάλε εγώ στο ρήξιμο του φράξου βγήκα πρώτος. |
| » Να τί είμουν τότες. Τώρα οι νιοι ναν τις κοιτάξουν πρέπει |
| » τέτιες δουλιές, κι' εγώ καιρός τα γερατιά να βόσκω. |
| » Μ' είπαν μαθές στην ώρα μου παλικαρά κι' εμένα. |
620 | » Μα σύρε και το βλάμη σου με τους αγώνες τίμα, |
| » κι' αφτό με την καρδιά μου εγώ το δέχουμαι, και τόχω |
| » καμάρι μου που δεν ξεχνάς ποτές το τί μ' αξίζει. |
| » Για όλα αφτά έτσι ότι ποθείς ας σ' το χαρίζει ο Δίας.» |
| Είπε, και του Πηλέα ο γιος μες στο πυκνό τον κύκλο |
625 | γυρίζει, όταν ο γέρος πια απόειπε τα παλιά του. |
| Και τότε ανήμερης γροθιάς τους βάζει ομπρός βραβεία. |
| Μουλάρι δουλεφτάδικο μες στο μεϊντάνι φέρνει |
| κι' εκεί το δένει, αμέρωτο, έξη χρονών π' απ' όλα |
| πιο ζόρικο να μερωθεί και για το νικημένο |
630 | ποτήρι βάζει πλουμιστό. Κατόπι στάθηκε όρθιος |
| κι' αφτά τα λόγια μίλησε στων Αχαιών τη μέση |
| « Τ' Ατρέα οι γιοι κι' οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες, |
| » άντρες διο θέλουμε για αφτά -τους πιο παλικαράδες- |
| » γροθιές να παίξουν στέκοντας αγνάντια δίχως δείλια. |
635 | » Σ' όπιον ο Φοίβος αντοχή χαρίσει κι' έβγει πρώτος |
| » κατά πως όλοι εδώ θα δουν, αφτός να το μουλάρι |
| » ας πάρει αφτό τ' αμέρωτο και στην καλύβα ας σύρει· |
| » κι' ας πάρει τ' ομορφόπλουμο ποτήρι ο νικημένος.» |
| Είπε, κι' εφτύς σηκώθηκε άντρας τρανός στηθάτος, |
640 | ο γιος του Πανοπιά Επειγός, των γρόθων κατεχάρης. |
| Κι' άγγιξε εφτύς τ' ακούραστο μουλάρι και τους είπε |
| « Πιός είναι... ας βγει... που το διπλό ποτήρι θα κερδίσει. |
| » Τι σας το λέω, άλλος κανείς δεν παίρνει το μουλάρι, |
| » δε με νικάει, τι στις γροθιές -το λέω- εγώ 'μαι ο πρώτος. |
645 | » Ε τί κι' αν είμαι ακάτεχος της μάχης ; Σ' όλες τάχα |
| » νάχει επιστήμη ο άθρωπος δε γίνεται τις τέχνες. |
| » Μόν ένα λόγο θα σας πω που, ξέρτε το, θα γίνει. |
| » Θαν του το κάνω το κορμί λαγούμι, θάν του σπάσω |
| » τα κόκκαλα. Όλοι εδώ κοντά οι φίλοι του ας προσμένουν, |
650 | » ναν τον σηκώσουν έπειτα σαν του το φάω το μάτι.» |
| Έτσι είπε, κι' όλοι κέρωσαν σαν αποσβολωμένοι. |
| Ένας μονάχα, ο Βρύπολος, θεόμιο παλικάρι, |
| του αντισηκώθη τότε, ο γιος του Μηκιστιά τ' αφέντη, |
| εκιού που πήγε μιά βολά -σαν πέθανε ο Οιδίπους- |
655 | στη Φήβα, κι' όλους νίκησε στους νεκρικούς αγώνες. |
| Αφτόν προτίμαε νικητή ο θαρρετός Διομήδης, |
| και πήγε και τον φρόντιζε και τούλεγε έχε θάρρος. |
| Ζουνάρι πρώτα τούζωσε στη μέση του τριγύρω, |
| κι' έπειτα τούδεσε λουριά καλόκοφτα ταβρήσα. |
660 | Και προχωρούν, σα ζώστηκαν στου μεϊντανιού τη μέση, |
| κι' αντίκρυ σήκωσαν μαζί τους σιδερένιους γρόθους |
| και ρήχτηκαν· χαλάζι λες κατέβαιναν οι χτύποι. |
| Βροντούσαν τα σαγώνια τους, βρύση παντού απ' τα μέλη |
| έτρεχε ο ίδρος. Μα θωράει ο Επειγός τον άλλο |
665 | που κοίταζε άνοιγμα να βρει, και παίρνοντας μιά φόρα |
| του κοπανάει το μάγουλο, που άλλη γροθιά ν' αρπάξει |
| δεν είχε ανάγκη, μόνε αφτού λες έγινε διο δίπλες. |
| Τότες στα χέρια ο Επειγός τον σήκωσε, και κύκλω |
| τρέχουν οι φίλοι και γοργά τον βγάζουν απ' τη μέση |
670 | ενώσερνε τα πόδια του κι' αίμας παχύ ξερνούσε |
| με δίπλα κεφαλή γυρτή. Τότε έτσι αλαλιασμένο |
| στη μέση των συντρόφων του τον απιθώνουν χάμου, |
| και παν αφτοί και παίρνουνε το σκαλιστό ποτήρι. |
| Τρίτα άλλα φέρνει του Πηλιά ο γιος βραβεία αμέσως |
675 | και προσκαλνάει σε πάλεμα τους Αχαιούς σκυλήσο. |
| Τριπόδι φλογοδιάσκελο του νικητή τού βάζει |
| μεγάλο, πούλεγε ο στρατός δώδεκα βόδια κάνει· |
| μα ακόμα και του δέφτερου πάει και στη μέση βάζει |
| γυναίκα πούξερε πολλές δουλιές, και μεταξύ τους |
680 | πως κάνει ως βόδια τέσσερα τη λέγανε οι Αργίτες |
| Και στάθηκε όρθιος κι' έκραξε μες στου στρατού τη μέση. |
| «Ελάτε τώρα πάλεμα, κι' ας σηκωθούνε διο σας.» |
| Αφτά σαν κήρυξε, μπροστά προβάλνει ο γίγας Αίας, |
| κινάει και του Λαέρτη ο γιος, πολύτεχνος πανούργος. |
685 | Και προχωρούν, σα ζώστηκαν, στου μεϊντανιού τη μέση, |
| κι' εφτύς αδράζουνται αγκαλιά με τις χοντρές χερούκλες, |
| σαν πατερά αψηλού σπιτιού που μάστορας τα δένει |
| σμιχτά έτσι που του δρόλαπα να μην τα σκιάζει η λύσσα. |
| Τρίζανε οι ράχες, άπαφτα με πείσμα οι μεστωμένες |
690 | χέρες τραβούσαν, έτρεχε ποτάμι κάτου ο ίδρος, |
| γρόμποι παντού πετάχτηκαν στους ώμους στα πλεβρά τους |
| πυκνοί κι' αιματοβύσσινοι. Και σπρώχνανε τραβούσαν |
| δίχως ανάσα, τι ήθελαν το διάσκελο τριπόδι. |
| Μήτε όμως του Λαέρτη ο γιος κατάφερνε τον Αία |
695 | να ξεριζώσει, μήτε αφτόν να ρίξει χάμου ο Αίας, |
| τι είχε τα κότσα αλύγιστα. Μα τέλος να βαριούνται |
| σαν άρχισαν οι Δαναοί, τότες του λέει ο Αίας |
| « Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, |
| » ή σήκωσέ με ή εσένα εγώ· και πια ο θεός τί θάβγει.» |
700 | Έτσι είπε και τον σήκωσε. Μα αφτός τις πονηριές του |
| δεν ξέχασε, μόν του πατάει κλώτσο πιδέξο πίσω |
| και σου τον φέρνει ανάσκελα, κι' αντάμα απάς στα στήθια |
| του πέφτει. Σάστισε ο λαός κι' απόμεινε σαν τόδε. |
| Δέφτερος πήρε ο θεϊκός Δυσσέας να σηκώσει, |
705 | και μιά σταλιά τον σάλεψε, μα πού να τον σηκώσει! |
| μόν το δικό του λύγισε το γόνα, κι έτσι πέφτουν |
| χάμου κι' οι διο κοντά κοντά και κουρνιαχτό γιομίζουν. |
| Τότε ήθε πάλι ασηκωθούν και τρίτη να παλέψουν, |
| μα τρέχει και τους σταματάει ατός του ο Αχιλέας |
710 | « Σώνει, μην πολεμάτε πια και σπάζεστε του κάκου. |
| » Πάρτε -είναι η νίκη ισόβαρη- ίσα κι' οι διο βραβεία |
| » και σύρτε, τι έχουν κι' άλλοι τους ν' αγωνιστούν κατόπι.» |
| Είπε, κι' αφτοί τον άκουσαν, κι' απ' τα κορμιά σκουπίζουν |
| τη σκόνη κι' έπειτα ξανά τα ρούχα τους φορούνε. |
715 | Τότε άλλα πάλι βάζει εφτύς βραβεία γληγοράδας, |
| κροντήρα αργυροσκάλιστη, που χώραε ως έξη μέτρα |
| και νίκαε μες σ' ανατολή και δύση η ομορφιά της |
| πολύ, τι χρυσοχοί λαμπροί τη δούλεψαν Σιδόνες, |
| και νάφτες τον πλατύ γιαλό περνώντας ως στη Λήμνο |
720 | χάρισμα εκεί την έδωκαν του βασιλιά του Θόα |
| σαν άραξαν μες στου νησιού το σφαλιστό λιμάνι, |
| και ξαγορά στον Πάτροκλο την έδωκε κατόπι |
| για το Λυκά ο αφέντης γιος του Γιάσου, ο Καλοκράσης· |
| τότες του βλάμη του κι' αφτή βραβείο ο Αχιλέας |
725 | τη βάζει για τον πιο αλαφρύ με τα γοργά ποδάρια. |
| Και βάζει για το δέφτερο βόδι παχύ μεγάλο, |
| και για τον τρίτο ενάμισυ μαλαματιού κομάτι. |
| Και στάθηκε όρθιος κι' έκραζε στων Αχαιών τη μέση |
| « Ελάτε τώρα τρέξιμο, κι' ομπρός όσοι βαστάτε.» |
730 | Είπε, και νά ! σηκώθηκε ο γοργοπόδης Αίας, |
| γιος τ' Οϊλιά, σηκώθηκε κι ο γνωστικός Δυσσέας, |
| κατόπι κι' ο Αντίλοχος, του γέρου ο γιος Νεστόρου, |
| γιατί όλους πάλε αφτός τους νιους στο τρέξιμο νικούσε. |
| Και στη σειρά σα στάθηκαν, την άκρη ο Αχιλέας |
735 |
ορίζει, κι' οχ τη μάννα αφτοί χοιμούνε. Κι' άψε σβύσε |
| πέρασε ο Αίας, κι' έτρεχε αποκοντά ο Δυσσέας, |
| λες κόλναε, όπως γυναικός κοντά 'ναι το καλάμι |
| στα στήθια της, σαν το τραβάει με προκομένα χέρια |
| και διάμεσα του στημονιού τινάζει το μασούρι· |
740 | έτσι έτρεχε κι' αφτός κοντά, και πίσω με τα πόδια |
| πάταε τα χνάρια πρίν χυθεί ο κουρνιαχτός τριγύρω, |
| και στο κεφάλι ανασασμό τού φύσαε, πιλαλώντας |
| πάντα βαρβάτα, ενώ ο στρατός τού ζητωκράβγαζ' όλος |
| θαρρύνοντάς τον πούκανε τα πάντα να κερδίσει. |
745 | Μα το στερνό όταν έτρεχαν πια δρόμο, τότες κάνει |
| παράκληση από μέσα του στης Αθηνάς τη χάρη |
| « Θεά, άκουσέ με ! Η χάρη σου τα πόδια ας μου φτερώσει!» |
| Έτσι είπε και του ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα. |
| Τα μέλη τούκανε αλαφρά -τα γόνατα τα πόδια- |
750 | και στο βραβεία ότι είτανε σε λίγο να χοιμήσουν, |
| βλάφτει τον Αία η Αθηνά, και νά ! γλυστράει πατώντας |
| σβουνιά χυμένα πούταν κει μουγκρόφωνων βοδιώνε, |
| πούσφαζε στου Πατρόκλου πριν τον τάφο ο Αχιλέας· |
| και πέφτει, και του γιόμισαν σβουνιά το στόμα οι μύτες. |
755 | Τότες αρπάει του γέρου ο γιος Λαέρτη την κροντήρα |
| σαν ήρθε πρώτος· κι' έμεινε το βόδι για τον Αία. |
| Έφτυσε αφτός σα στάθηκε τον κόπρο, και το βόδι |
| κρατώντας απ' το κέρατο τους είπε αφτά τα λόγια |
| « Μωρέ, πώς μούβλαψε η θεά τα πόδια ! που σα μάννα |
760 | » αφτόν πια λες τόνε βοηθάει, τον παραστέκει πάντα.» |
| Έτσι είπε, κι' όλοι σπάσανε στα γέλια απ' την καρδιά τους. |
| Και το στερνό βραβείο ο γιος το πήρε του Νεστόρου, |
| και μες στη μέση του στρατού χαμογελώντας είπε |
| « Πράμα, ορέ αδέρφια, θα σας πω γνωστό σας· πως ακόμα |
765 | » και τώρα τους παλαιϊκούς όλοι οι θεοί τιμούνε. |
| » Τι ένα διο χρόνια πιότερα έχει από μένα ο Αίας, |
| » μα αφτός εκεί είναι από γενιά κι' αθρώπους περασμένους, |
| » κόκκαλο μιά φορά γερό π' αδύνατο κανείς μας |
| » στα πόδια ναν του παραβγεί... εξόν ο Αχιλέας.» |
770 | Είπε, και του Πηλιά το γιο να μεγαλόνει ζήταε. |
| Γύρισε τότες ο γοργός κι' απάντησε Αχιλέας |
| « Αδρέφι, ο λόγος σου ο καλός δε θα σου πάει του κάκου, |
| » παρά κι' ακόμα εγώ μισό φλουρί θα σου χαρίσω.» |
| Έτσι είπε του Πηλέα ο γιος, και πάει και του απιθώνει |
775 | στα χέρια το φλουρί, κι' αφτός χαρούμενος το πήρε. |
| Κατόπι βάζει μιά χοντρή ατογιομάτη σφαίρα, |
| που πριν την έρηχνε ο Αητιός, αφέντης αντριωμένος· |
| μα σαν τον έσφαξε ο γοργός γιος του Πηλιά, την πήρε |
| κι' εκεί την έφερε έπειτα με τ' άλλο βιός αντάμα. |
780 | Και στάθηκε όρθιος κι' έκραξε στων Αχαιών τη μέση |
| « Ελάτε όσοι τη σφαίρα αυτή να δοκιμάστε θέτε. |
| » Τι αν έχεις και βοσκές πολλές τριγύρω και χωράφια, |
| » παρ' την και σίδερο αρκετό θενάχεις να μοιράζεις |
| » ως πέντε χρόνια απανωτά, μηδ' έφκαιρα με χέρια |
785 | » πίσω βοσκός ή σπάρτης σου θα σύρει στη δουλιά του.» |
| Είπε, και νά ! σηκώθηκε στη μέση ο Πολυποίτης, |
| σηκώθηκε κι' ο Λιονταράς, στεριοδεμένος άντρας, |
| κι' ο Επειγός, και τέταρτος του Τελαμώνα ο Αίας, |
| και στάθηκαν σειρά. Κι' αρπάει ο Επειγός τη σφαίρα, |
790 | και ρήχνει αφού τη χόρεψε· και γέλασε μαζί του |
| το πλήθος όλο. Δέφτερος ο Λιονταράς τη ρήχνει. |
| Τρίτος την έρηξε ο τρανός του Τελαμώνα ο Αίας |
| με στέριο χέρι, και περνάει κάθε αλλουνού σημάδι. |
| Μα όταν στο χέρι ο μαχητής την πήρε Πολυποίτης, |
795 | τότες όσο σφεντονάει βοσκός αλάργα τη μαγκούρα |
| που με στροφές στροφές περνάει το βοϊδινό κοπάδι, |
| τόσο όλους πέρασε έφκολα. Και χούγιαξε το πλήθος. |
| Τότες σηκώνουνται και παν οι παραγιοί και παίρνουν |
| στα βαθουλά καράβια τους τ' αφεντικού τη σφαίρα. |
800 | Κατόπι σίδερο ψαρύ των σκοπεφτάδων βάζει, |
| δέκα απιθώνοντας μισά κι' ολόκληρα πελέκια. |
| Και σταίνοντας τριχαντηριού μαβρόπλωρου κατάρτι |
| πέρα στους άμμους, έδεσε με σπάγγο οχ το ποδάρι |
| Δειλή τρυγόνα, κι' είπε ομπρός! να πάρουν τις σαΐτες. |
805 | Τότες γοργά σηκώθηκε ο δοξασμένος Τέφκρος, |
| σηκώθηκε κι' ο σύντροφος του Δομενιά ο Μηριόνης. |
| Και παίρνουν σείνουν τους λαχνούς μες σε χαλκένιο κράνος, |
| κι' ο Τέφκρος πρώτος έλαχε. Κι' αμέσως μιά σαΐτα |
| ρήχνει γερή, μα ξέχασε να τάξει και του Φοίβου |
810 | πως ένα πλήθος πρώιμα αρνιά θα σφάξει στο βωμό του. |
| Έτσι δεν τόβρε το πουλί, τι αφτή τη χαρή ο Φοίβος |
| δεν τούκανε, μόνε χτυπάει σιμά σιμά στο πόδι |
| το σπάγγο οπούταν το πουλί δεμένο οχ το κατάρτι. |
| Κι' αφτή πετάει μεσούρανα, κι' ο σπάγγος κατεβαίνει |
815 | στη γης. Και χούγιαξε ο στρατός. Τότες εκεί ο Μηριόνης |
| τράβηξε πίσω στη στιγμή του δοξαριού την κόρδα- |
| μα τη σαΐτα του έτοιμη την είχε για να ρήξει - |
| κι' εκεί ψηλά στα σύγνεφα σαν είδε την τρυγόνα |
| πούφερνε κύκλους, τη βαράει στη μέση ενώ πετούσε |
820 | με τις φτερούγες ανοιχτές. Και γλήγορα η ψυχή της |
| της ήβγε μέσα απ' το κορμί, Κι' έπεσε πέρα αλάργα. |
| Κι' όλος τριγύρω εκεί ο στρατός θωρούσε σαστισμένος. |
| Πήρε έπειτα τα δέκα του πελέκια ο γιος του Μέγη |
| και πάει στα μισοπέλεκα ο ξακουσμένος Τέφκρος, |
825 | που παίρνοντας τα ως το βαθύ τα κουβαλάει καράβι. |
| Κατόπι του Πηλέα ο γιος μακρόδρομο κοντάρι |
| φέρνει, και φέρνει απύρωτο πουλουδιστό λεβίτι |
| που ως ένα βόδι θ' άξιζε, και τ' απιθώνει χάμου |
| Τότ' είπε ακοντιστάδες διο να βγουν με τα κοντάρια. |
830 | Όρθιος τινάζεται ο τρανός αφέντης Αγαμέμνος, |
| όρθιος του Μένη ακόμα ο νιός, το Κρητικό ξεφτέρι, |
| Μα τότε πάει ο γλήγορος και τους μιλά Αχιλέας |
| « Τ' Ατρέα γιε, το ξέρουμε πως είσαι απ' όλους πρώτος· |
| » ξέρουμε, εσύ στη δύναμη νικάς και στο κοντάρι. |
835 | » Μα πάρε το λεβέτι εσύ και σύρε στα καράβια, |
| » και τ' όπλο ας το χαρίσουμε του καπετάν Μηριόνη, |
| » αν δε σε μέλει· ωστόσο εγώ θα σ' τα γνωρίζω χάρη.» |
| Έτσι είπε, κι' όχι ο βασιλιάς δεν τούπε ο Αγαμέμνος, |
| μόν του Μηριόνη τούδωκε το χάλκινο κοντάρι· |
840 | και πήρε αφτός το πλουμιστό λεβέτι, και του κράχτη |
| Ταρβύθη τόδωκε έπειτα ναν του τα πάει στα πλοία. |