Ο Απόστολος Παύλος στη Μάλτα

Δεν άργησε στη θάλασσα της Κρήτης να χτυπήσει άνεμος σαν τυφώνας, αυτός που ονομάζεται Ευροκλύδωνας. Άρπαξε το πλοίο, που δεν μπορούσε να του αντισταθεί, κι εμείς μείναμε άπραγοι, να μας παρασέρνει ο αγέρας. {.}. Η τρικυμία μας ταλαιπωρούσε φοβερά, κι έτσι την άλλη μέρα αδειάσαμε φορτίο, και πάλι την επόμενη ξηλώσαμε με τα χέρια μας τ'άρμενα και τα ρίξαμε στη θάλασσα. Για πολλές μέρες δε φαίνονταν ούτε ήλιος ούτε άστρα, και καθώς η κακοκαιρία που μας χτυπούσε ήταν βαριά, κάθε ελπίδα να σωθούμε ήταν χαμένη.{...} Τη δέκατη τέταρτη νύχτα που παραδέρναμε στην Αδριατική, τα μεσάνυχτα, οι ναύτες είχαν την εντύπωση ότι πλησιάζαμε ξηρά. Έριξαν τη βολίδα και βρήκαν είκοσι οργιές περίμεναν λίγο, ξανάριξαν, και βρήκαν δεκαπέντε. Από το φόβο μην πέσουμε σε κακοτοπιές ρίξαν από την πρύμνη τέσσερις άγκυρες κι εύχονταν να φέξει.{...} Όταν ξημέρωσε, δε γνώρισαν τη γη είδαν όμως έναν όρμο με γιαλό, όπου σκέφτηκαν ν'αράξουν, αν μπορούσαν, το πλοίο.{...} Πέσαν, ωστόσο, σε μια γλώσσα, όπου το πλοίο εξόκειλε: η πλώρη βρήκε, κι έμεινε ακίνητη, ενώ η πρύμνη διαλυόταν από τη βία των κυμάτων.{...}
Όταν σωθήκαμε, μάθαμε ότι το νησί λέγεται Μελίτη. Οι ντόπιοι μας πρόσφεραν εξαιρετική φιλοξενία: άναψαν φωτιά και μας προσκάλεσαν όλους, γιατί συνέχιζε η βροχή κι έκανε κρύο.

Πράξεις Αποστόλων, 27,14-28,2,μτφρ. βλ. Στα χνάρια του Οδυσσέα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 99.