«Θάρρος!» τους είπε, κι έδειξε τη γη, 1
«Αυτό το κύμα στη στεριά γρήγορα θα μας σπρώξει».
Τ'απόγιομα ποδίσαν σε μια χώρα,
όπου φαινόταν να'ναι απόγιομα για πάντα.
Στο γυρογιάλι ράθυμος αγέρα ξεψυχούσε 5
κι ανάσαινε, σαν κάποια που'βλεπε εφιάλτη.
Πα στην κοιλάδα ολόγιομο στεκόταν το φεγγάρι.
.............................................................
.............................................................
Τους κάθισαν στην κίτρινη την άμμο, 37
μπροστά ο ήλιος, πίσω το φεγγάρι, πάνω απ'την ακτή
κι ήταν γλυκό που ονειρευόταν την Πατρίδα,
γυναίκα και παιδί και σκλάβο κι όμως πάλι
βάρος μεγάλο τούς φαινόταν το κουπί κι η θάλασσα,
βάρος και τα θαλασσινά κινούμενα χωράφια 42
τ' αφρισμένα.
Και τότε κάποιος είπε «Πια δεν θα γυρίσουμε»
και ξαφνικά όλοι μαζί τραγούδησαν
«Μακριά είναι το νησί-πατρίδα μας, πέρα απ' το κύμα
δε θα τραβήξουμε κουπί απ' εδώ και πέρα».
|
Alfred Lord Tennyson (1809-1892), μτφρ. βλ. Στα χνάρια του Οδυσσέα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 80 |