Μόνο τον ξακουστό τον ήρωα απ'το Θιάκι,
που διαβατάρης τ'άναψε, δεν τον ταράζει,
το καρδιοφλογισμένο ανάθεμα της Νύφης.
Ο ναυαγός ο θαλασσόδαρτος απόξω
κάθεται ασάλευτος σαν πάντα κι αγναντεύει
και την πατρίδα του θυμάται κι όλο κλαίει
προς το γιαλό και προς τα τρίσβαθα πελάγη.
Κι ο άσπρος γλάρος που με ορμή συχνοβουτάει
στην άρμη τα φτερά γυρεύοντας τα ψάρια,
και το γεράκι που κουρνιάζει με στο δάσος,
κρατάν κι αντιβογγάν του δυνατού το κλάμα...
|