Ο θεσμός της οικογένειας

Πηγές

Βιβλιογραφία

Αρχική Σελίδα



Χάρτης Πλοήγησης




Οδηγίες Χρήσης


Αρχική σελίδα

Ανώτερο επίπεδο

Πάνω

Κάτω
Μεγέθυνση εικόνας

Εσωτερικό κατοικίας, από πυξίδα του Ε' αιώνα π.Χ. Από τη μισάνοικτη δίφυλλη πόρτα διακρίνεται η άκρη της κλίνης με τα πολύχρωμα σκεπάσματα. Το πόδι της κλίνης, διακοσμημένο με αστεροειδές σχέδιο, καταλήγει σε είδος ιωνικού κιονόκρανου. Μια γυναίκα καθισμένη σε κλισμό κρατεί τουλούπα μαλλί για τη ρόκα της και μια άλλη όρθια κρατεί τελάρο για κέντημα. (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου)


Μεγέθυνση εικόνας

Είδος επίπλου του Ε' αιώνα π.Χ., από μυθική παράσταση σε υδρία, με κοσμήματα. Τα πόδια του έχουν μορφή λιονταροπόδαρου. Είναι το κιβώτιο στο οποίο θα κλεισθούν η Δανάη και ο Περσεύς, για να ριχθούν στη θάλασσα. Αριστερά ο Ακρίσιος και δεξιά η Δανάη, η τροφός και ο μικρός Περσεύς. Στο κέντρο ο ξυλουργός αποτελειώνει το κιβώτιο. (Βοστώνη, Μουσείο Καλών Τεχνών)


Μεγέθυνση εικόνας

Προετοιμασία γάμου στο γυναικωνίτη. Η ωύφη φαίνεται δεξιά, μπροστά σε μια δίφυλλη μισάνοιχτη πόρτα, να στηρίζεται σε ανάκλιντρο με πολυποίκιλτα μαξιλάρια και ανάγλυφη διακόσμηση. Μπροστά στη νύφη δύο γυναίκες, η μια καθιστή κρατά ένα περιστέρι, η άλλη όρθια στηρίζεται στον ώμο της πρώτης. Και οι δύο κοιτάζουν με ενδιαφέρον το αγαπημένο πουλί της Αφροδίτης.


Μεγέθυνση εικόνας


Μεγέθυνση εικόνας


Ο οίκος στην Κλασική περίοδο συνεχίζει να αποτελεί τη βασική μονάδα της πόλης: όντας το σύνολο των ανθρώπων, των ζώων και των κτημάτων, συνιστά για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το χώρο της παραγωγής και κατανάλωσης των προϊόντων του. Διασφαλίζει ακόμη την προστασία των μελών και εγγυάται τη διατήρηση της οικογένειας, άρα και της πόλης, μέσα από τις βασικές διαδικασίες της κοινωνικής ζωής, όπως είναι η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος, οι θρησκευτικές τελετές και τα συμπόσια.

Βασική διαφορά, σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, έχει η σημασία του οίκου, κυρίως για τα άρρενα μέλη του και μάλιστα για τους πολίτες. Ενώ παλαιότερα ο οίκος όριζε τον πολιτικό ρόλο του αρχηγού του στην κοινότητα, στις νέες συνθήκες της δημοκρατίας έπαιζε μόνον έμμεσο ρόλο. Έτσι, ενώ όλα τα άρρενα, ενήλικα και γνήσια τέκνα της Αττικής ήταν ως πολίτες ίσοι απέναντι στο νόμο και στην πόλη, για τους ευγενείς και κυρίως για τους εύπορους κατοίκους της διατηρούνται οι δυνατότητες διαφοροποίησης, μέσα βέβαια από νέες διόδους έκφρασης: οι χορηγίες, τα συμπόσια, το ρητορεύειν, το φιλοσοφείν είναι μερικοί μόνον από τους τρόπους διαχωρισμού των "πολλών" από τους "ολίγους". Έτσι, ενώ ο οίκος χάνει τον κεντρικό ρόλο που είχε στην Αρχαϊκή περίοδο, δεν παύει -για μια κατηγορία πολιτών τουλάχιστον- να είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας, αφού είναι αυτός που εξασφαλίζει την οικονομική άνεση. Aν για τους "πολλούς" είναι η πόλη πλέον που τους δίνει ταυτότητα, για τους "ολίγους" εξακολουθεί το ρόλο αυτό να τον έχει ο οίκος.

Η οικογένεια, κατά κανόνα πυρηνική, αποτελούνταν από τον άντρα και τη γυναίκα (τους συζύγους), τα παιδιά (μέχρι τη στιγμή που θα δημιουργούσαν τη δική τους οικογένεια) και τους οικιακούς δούλους. Αυτά ήταν και τα μέλη ενός μέσου αθηναϊκού οίκου στην Κλασική περίοδο.

Στους βασικούς ρόλους της οικογένειας περιλαμβανόταν η διατήρηση του οίκου, μέσω της γέννησης γνήσιων απογόνων, η πρόνοια για τους ηλικιωμένους και η διατήρηση των ταφικών εθίμων. Αντίθετα με ό,τι επικρατεί σήμερα, ο ρόλος της οικογένειας στην Αρχαιότητα καθοριζόταν από πρακτικές αναγκαιότητες, οι οποίες προσδιόριζαν και τις σχέσεις μεταξύ των μελών.

Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί ο έρωτας, ως μέσο σύναψης ενός γάμου, θεωρείται συχνότερη η επιλογή των συζύγων με βάση τα προσόντα που διέθετε ο εκάστοτε υποψήφιος. Έτσι, οι σχέσεις των συζύγων μπορεί να διαπνέονταν από αγάπη, αλλά δεν ήταν αυτή η απαραίτητη προϋπόθεση για το γάμο. Είναι συχνές οι αναφορές σε άντρες που επιζητούσαν τέτοια συναισθήματα στις εταίρες. Αντίθετα, απέναντι στις συζύγους επιδεικνυόταν σεβασμός και διάθεση προστασίας. Οι γυναίκες-σύζυγοι από την πλευρά τους δεν αποδέχονταν αδιαμαρτύρητα τις εξωσυζυγικές σχέσεις των αντρών τους, δεν είχαν όμως νομικά τη δυνατότητα να κάνουν κάτι γι' αυτό.

Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας ήταν κατά κανόνα αρμονικές. Ιδιαίτερα εκείνες της μητέρας με τα παιδιά δεν παρουσίαζαν προβλήματα. Ο πατέρας με την κόρη είχε καλές σχέσεις. Αντίθετα, με τον ενήλικα, κυρίως, γιο υπήρχε συχνά αντιπαλότητα, δεδομένου ότι ο πατέρας δεν είχε απόλυτες εξουσίες και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθεί από τους άρρενες απογόνους του. Συγχρόνως, το γεγονός ότι η εκπαίδευση και η κοινωνικοποίηση των αγοριών γίνονταν εκτός σπιτιού δημιουργούσε συχνά εντάσεις σ' αυτήν τη σχέση, γιατί ο πατέρας δύσκολα αποδεχόταν τις νεοτεριστικές ιδέες, που τους δίδασκαν κυρίως οι σοφιστές. Έτσι βλέπουμε, στην κωμωδία ιδιαίτερα, να εμφανίζεται το φαινόμενο του χάσματος των γενεών.

Μεταξύ των αδελφών επικρατούσε κατά κανόνα θετικό κλίμα. Εντάσεις παρατηρούνταν σε περιπτώσεις κληρονομικών θεμάτων και μεταξύ των γνήσιων και των υιοθετημένων αδελφών.

Την κλασική περίοδο, άνδρες και γυναίκες δεν είναι ισότιμοι. Η κοινωνία της Αθήνας, όπως μας την παρουσιάζουν οι πηγές, είναι μια κοινωνία αντρών. Aυτό δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περιόδου, αλλά χαρακτηρίζει γενικότερα την Αρχαιότητα. Σε μια εποχή που οι πολεμικές συρράξεις ήταν καθημερινότητα, οι στρατιώτες είχαν εξέχουσα θέση στη ζωή της πόλης. Έτσι, ήταν αυτοί που έπαιρναν τα πολιτικά δικαιώματα και καθόριζαν τις εξελίξεις στην πόλη. Καθώς η δημοκρατία ασκούνταν άμεσα, η ενασχόληση με τα κοινά απασχολούσε σε μεγάλο βαθμό τους πολίτες, καθιστώντας αναγκαίους τους δούλους, οι οποίοι ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες ακόμα και στα μικρά αγροκτήματα.

Η οικονομική κατάσταση του πολίτη καθόριζε και το κατά πόσον οι εργασίες αυτές θα γίνονταν εξ ολοκλήρου από δούλους. Οι άντρες των εύπορων στρωμάτων είχαν τη δυνατότητα όχι μόνο να παρευρίσκονται σε όλες τις πολιτικές εκδηλώσεις της πόλης, αλλά και να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους στα γυμναστήρια και στην Αγορά, όπου συζητούσαν κατά κανόνα πολιτικά θέματα και σχολίαζαν κοινωνικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα τις εντυπώσεις τους από μια θεατρική παράσταση.

Προσφιλείς στην κατηγορία αυτή των αντρών ήταν και οι συγκεντρώσεις σε κάποιο σπίτι, όπου έτρωγαν, έπιναν, διασκέδαζαν και συζητούσαν για διάφορα θέματα. Πρόκειται για τα περίφημα συμπόσια, για τα οποία πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ήταν η συνέχεια της πόλης μέσα στον οίκο. Δεδομένου ότι τα συμπόσια απαιτούσαν πολλά έξοδα, διοργανώνονταν μόνον από εύπορους κατοίκους, τόσο πολίτες όσο και μέτοικους. Για τους μέτοικους τα συμπόσια αποτελούσαν μια από τις δυνατότητες συμμετοχής τους στην κοινωνική ζωή της πόλης. Καθώς οι συγκεντρώσεις αυτές χαρακτηρίζονταν από την πολυτέλεια των σκευών που χρησιμοποιούνταν, αποτελούσαν μία επιπλέον πηγή εσόδων για τους

Οι άντρες των λιγότερο εύπορων οίκων ασχολούνταν βεβαίως και με τις εργασίες στα χωράφια. Ο ελεύθερος χρόνος γι' αυτούς ήταν πολυτέλεια, δεδομένου ότι η συμμετοχή στα διάφορα όργανα της πόλης ήταν υποχρεωτική. Διασκέδασή τους, ωστόσο, θα πρέπει να αποτελούσαν οι γιορτές, οι οποίες ήταν αρκετές.

Είναι προφανές ότι ο ενήλικας άντρας ήταν στο σπίτι ελάχιστες ώρες και ο ρόλος του σ' αυτό ήταν περιορισμένος, καθώς την ευθύνη των πρακτικών ζητημάτων είχαν οι γυναίκες.

Σε αυτό το περιβάλλον, η θέση της γυναίκας, με τα σημερινά κριτήρια, παρουσιάζεται υποβαθμισμένη.

Η πολιτική οργάνωση της αρχαίας Ελλάδας, πριν και μετά τη δημιουργία της πόλης-κράτους, περιόριζε τη γυναίκα στην άσκηση συγκεκριμένων οικογενειακών ρόλων και, κατά κανόνα, της παρείχε ελάχιστες ευκαιρίες συμμετοχής στη δημόσια ζωή. Η γυναίκα-σύζυγος ενός άνδρα με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, κλεισμένη τις περισσότερες μέρες του χρόνου μέσα στο σπίτι, είχε ως κύριες ασχολίες της το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών. Ένας τέτοιος περιορισμός είχε και κάποια διαλείμματα, όταν στην πόλη γίνονταν γιορτές και θρησκευτικές τελετές, ή όταν η οικογένεια συμμετείχε στις συνηθισμένες κοινωνικές εκδηλώσεις. Η γυναίκα δεν αποκλείστηκε ποτέ από τη θρησκευτική ζωή.

Ο περιορισμός της γυναίκας στο εσωτερικό του οίκου αφορούσε, κυρίως, εκείνες των πιο εύπορων οικογενειών. Στις λιγότερο εύπορες, οι οποίες δεν μπορούσαν να συντηρούν τόσους πολλούς δούλους, οι γυναίκες επωμίζονταν και άλλες εργασίες, μεταξύ των οποίων και την πώληση στην αγορά των παραγόμενων στον οίκο προϊόντων. Έτσι, ενώ ο ζωτικός χώρος της γυναίκας ήταν το εσωτερικό του οίκου, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις εκείνων που αναγκάζονταν να έχουν και εξωτερικές δραστηριότητες, όσο και αν αυτό δεν προσιδίαζε στο κοινωνικό ιδεώδες της. H παρουσία, λοιπόν, γυναικών στην αγορά, αλλά και η ύπαρξη εταίρων και γυναικών ξενοδόχων δείχνει ότι η έξοδος από το σπίτι δεν ήταν κάτι το απαγορευμένο, αλλά κάτι που δε συνηθιζόταν, και που κυρίως δεν άρμοζε σε ευγενείς. Aποτελούσε επομένως ένα στοιχείο κοινωνικής διαφοροποίησης. Άλλωστε θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι αντιλήψεις αυτές δε στρέφονταν κατά των γυναικών, αλλά κατά της μητέρας, της συζύγου και της κόρης ενός αξιοπρεπή πολίτη.

Την καθιέρωση αυστηρών κανόνων στη συμπεριφορά των γυναικών δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε, παρά μόνο στο πλαίσιο της ιδεολογίας της πόλης-κράτους, της κοινωνικής οργάνωσης και της παραγωγής που στηρίζεται στην εργασία των δούλων και άλλων ομάδων, που δεν αναγνωρίζονται ως πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Για να εξασφαλίζεται η νόμιμη διαδοχή στην οικογένεια, μια διαδοχή που παρείχε όχι μόνο οικονομικά, αλλά κυρίως κοινωνικά και πολιτικά προνόμια, έπρεπε να διασφαλίζεται η πατρότητα των απογόνων. Οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί στη ζωή των γυναικών, ο αποκλεισμός τους από την κοινωνική ζωή, στόχευαν κυρίως στην προληπτική άσκηση ενός αυστηρού κοινωνικού ελέγχου που διασφάλιζε την περιφρούρηση αυτού που σήμερα θα λέγαμε “συζυγική πίστη”.

Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, κυρίως κατά τους κλασικούς χρόνους, υπάρχει ένα διαμορφωμένο νομικό καθεστώς, που επιβεβαιώνει την εξάρτηση της γυναίκας από κάποιον κύριο. Μέχρι την ημέρα του γάμου της κύριός της είναι ο πατέρας της και μετά απ' αυτόν ο σύζυγός της. Αν ο πατέρας της πέθαινε πριν αυτή παντρευτεί, τότε τη θέση του έπαιρνε ο κληρονόμος του. Αν ο σύζυγός της πέθαινε και η ίδια είχε παιδιά τότε μπορούσε να παραμείνει στην οικογένεια του συζύγου της, οπότε κύριός της γινόταν ο νόμιμος κληρονόμος του. Αν επέστρεφε στην πατρική οικογένεια είχε ως κύριο τον πατέρα της ή τον κληρονόμο του. Αν ο κύριος μιας γυναίκας επρόκειτο να ταξιδέψει και να λείψει για μεγάλο χρονικό διάστημα από την πόλη, μπορούσε να διορίσει άλλον ως κύριο της συζύγου του για το διάστημα της απουσίας του. Στην Αθήνα μια γυναίκα φαίνεται ότι δεν μπορούσε να είναι ποτέ ανεξάρτητη, δηλαδή χωρίς κανένα κύριο. Μόνο μια γυναίκα-μέτοικος που δεν είχε συγγενείς στην Αθήνα μπορούσε να είναι κύριος του εαυτού της, ήταν όμως υποχρεωμένη να έχει έναν προστάτη, όπως και κάθε μέτοικος, που θα την αντιπροσώπευε στις νομικές υποθέσεις της.

Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων αλλά και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, αγόρια και κορίτσια μεγάλωναν με τους ίδιους όρους μέσα στην οικογένεια, μέχρι την ηλικία των επτά χρόνων. Ενώ όμως μετά απ' αυτό το χρονικό όριο η εκπαίδευση των αγοριών γινόταν συστηματικά, την αγωγή των κοριτσιών αναλάμβαναν οι μητέρες τους, μέσα στο σπίτι. Εκτός από τη στοιχειώδη ανάγνωση και γραφή, τα κορίτσια μάθαιναν συστηματικά να υφαίνουν, να πλένουν, να κεντούν, να μαγειρεύουν και να διευθύνουν το νοικοκυριό με αυστηρότητα απέναντι στις δούλες. Ένα τέτοιο σύστημα αγωγής των κοριτσιών αποσκοπούσε στην προετοιμασία τους για τα καθήκοντα της συζύγου-οικονόμου του σπιτιού, που επρόκειτο να αναλάβουν αργότερα. Σε ελάχιστες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στη Σπάρτη, η εκπαίδευση των κοριτσιών δεν διέφερε απ' αυτή των αγοριών. Οι νεαρές Σπαρτιάτισσες γυμνάζονταν μαζί με τα αγόρια, και μάλιστα τα συναγωνίζονταν στο ακόντιο και στο δίσκο, και εμφανίζονταν γυμνές, όπως κι αυτά, στις θρησκευτικές τελετές. Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Λυκούργου η ενασχόληση με τις δουλειές του σπιτιού δεν έπρεπε να είναι έργο των γυναικών της Σπάρτης, αφού και οι δούλοι μπορούν να τις κάνουν. Το σπουδαιότερο έργο για τις Σπαρτιάτισσες ήταν να φέρνουν στον κόσμο γερά παιδιά, και γι' αυτό η σωματική άσκηση ήταν απαραίτητη.

Αν οι γυναίκες στην ομηρική εποχή είχαν κάποιες ελευθερίες, μέχρι το σημείο να παίρνουν το λόγο δημόσια, στην Ελλάδα της κλασικής περιόδου τα δικαιώματα των γυναικών είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Οι παντρεμένες γυναίκες όφειλαν να παραμένουν στο σπίτι, όπου τους είχε παραχωρηθεί ειδικός χώρος, ο γυναικωνίτης. Παρά τις μικρές διαφορές που μπορεί να υπήρχαν ανάμεσα σε διάφορες πόλεις-κράτη, στις αγροτικές και αστικές περιοχές, στα ανώτερα και κατώτερα στρώματα, το γεγονός ότι οι γυναίκες παρέμεναν στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής είναι αναμφισβήτητο. Ήταν προορισμένες να εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή, χωρίς να τους αναγνωρίζεται κανένα ουσιαστικό δικαίωμα στη ζωή της πόλης. Οι δουλειές του σπιτιού και η ανατροφή των παιδιών αποτελούν τις βασικές καθημερινές ασχολίες τους. Στην περίπτωση που υπήρχαν δούλες στο σπίτι, η γυναίκα αναλάμβανε να τις καθοδηγεί και να τις ελέγχει. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (στο έργο του Οικονομικός), η γυναίκα πρέπει να επιθεωρεί τις δούλες, να ανατρέφει τα παιδιά, να ετοιμάζει το φαγητό, να κλώθει, να γνέθει και να υφαίνει στον αργαλειό, ή τουλάχιστον να παρακολουθεί αν γίνονται αυτές οι εργασίες. Στις αγροτικές περιοχές οι γυναίκες βοηθούν κατά κανόνα το σύζυγό τους στην καλλιέργεια της γης.

Στο βασικό καθήκον της διαχείρισης του σπιτιού, που απασχολούσε καθημερινά τη σύζυγο, οι δούλες πρόσφεραν αδιαμαρτύρητα τη βοήθειά τους, εκτελώντας συγκεκριμένες εργασίες η κάθε μία. Ιδιαίτερα καθήκοντα μέσα στο σπίτι ασκούσε η οικονόμος, που συνήθως ήταν μεγαλύτερης ηλικίας και έμπιστη δούλη, ενώ υπήρχαν περιπτώσεις που περιστασιακά φιλοξενούνταν και άλλες γυναίκες, που ασκούσαν επαγγέλματα όπως αυτό της τροφού ή της μαίας. Οι παλλακίδες ήταν συνήθως δούλες με τις οποίες ο σύζυγος ικανοποιούσε τις ερωτικές του επιθυμίες και από τις οποίες απαιτούσε την ίδια συζυγική πίστη που απαιτούσε και από τη νόμιμη σύζυγό του. Τα παιδιά που προέρχονταν απ' αυτές τις σχέσεις δεν μπορούσαν να αναγνωρισθούν ως νόμιμα, με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ωστόσο όμως είχαν κάποια δικαιώματα στην πατρική κληρονομιά. Η οργάνωση της οικογενειακής ζωής με τέτοιους όρους, όπου συνυπάρχουν κάτω από την ίδια στέγη οι παλλακίδες και η νόμιμη σύζυγος, φαίνεται ότι γινόταν αποδεκτή από τις γυναίκες χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις, ως απόλυτα φυσική.

Οι εταίρες χρησίμευαν ως συντροφιά των ανδρών στις καθημερινές τους συναναστροφές και στα συμπόσια, από τη στιγμή που οι νόμιμες σύζυγοι έμεναν περιορισμένες στο σπίτι. Η σωματική και πνευματική επαφή με τις εταίρες εξυπηρετούσε ίσως πιο εκλεκτικές ανάγκες των αρχαίων Ελλήνων, γι' αυτό και πολλές εταίρες έχουν συνδέσει το όνομά τους με σημαντικούς άνδρες της αρχαιότητας. Η Ασπασία, διάσημη εταίρα της αρχαιότητας, άσκησε μεγάλη επιρροή στον Περικλή, τον πιο φημισμένο ίσως πολιτικό άνδρα της αρχαίας Ελλάδας, και η Φρύνη στον Πραξιτέλη, έναν από τους σημαντικότερους γλύπτες της κλασικής εποχής.

Στο πλαίσιο του κλασικού οίκου, άνδρας και γυναίκας συνδέονταν με τα δεσμά του γάμου. Παρόλο που ο γάμος δεν είναι υποχρεωτικός, επιβάλλεται έμμεσα, λόγω της έντονης κοινωνικής κριτικής που ασκείται στους άγαμους. Στη Σπάρτη, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, υπήρχαν τελετές στις οποίες οι άγαμοι παραδίδονταν στη δημόσια χλεύη, περιφερόμενοι γυμνοί και τραγουδώντας άσματα στα οποία παραδέχονταν ότι δίκαια τιμωρούνταν, γιατί παραβίασαν τους νόμους. Η δημιουργία οικογένειας εξυπηρετεί δύο τουλάχιστον βασικούς σκοπούς: Την απόκτηση απογόνων που θα υπηρετήσουν την πόλη και την εξασφάλιση της περίθαλψης των γονέων στα δύσκολα χρόνια πριν απ' το θάνατο. Η εξασφάλιση της διαδοχής όμως προϋποθέτει την ύπαρξη των απαραίτητων οικονομικών όρων, που σχετίζονται απόλυτα με την οικογενειακή περιουσία.

Σ' όλες τις ελληνικές πόλεις, κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να έχει μία μόνο σύζυγο. Παρά το γεγονός ότι για τον άνδρα οι εξωσυζυγικές σχέσεις θεωρούνταν νόμιμες, η μονογαμία αποτελούσε θεμελιώδη αρχή για το θεσμό του γάμου και τη δημιουργία οικογένειας. Για τους άνδρες κατάλληλη ηλικία για γάμο θεωρούνταν τα 24-30 χρόνια, ενώ για τις γυναίκες τα 12-16. Στην Αθήνα, σύμφωνα με νόμο του Περικλή (451 π.Χ.), απαγορευόταν ο γάμος μεταξύ ενός Αθηναίου πολίτη και μιας γυναίκας που δεν ανήκε σε οικογένεια Αθηναίων πολιτών. Η παράβαση του νόμου είχε ως συνέπεια να μην αναγνωρίζονται ως πολίτες τα παιδιά που προέρχονταν απ' αυτό το γάμο και ουσιαστικά να αποκλείονται από την πολιτική ζωή της Αθήνας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, παρόμοιες ρυθμίσεις ίσχυαν και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως τον 4ο αι. π.Χ., ο νόμος δεν εφαρμοζόταν αυστηρά, όταν τα δημογραφικά προβλήματα ήταν εντονότερα και ο αριθμός των γνήσιων πολιτών περιοριζόταν σημαντικά.

Το ιδεώδες της ανατροφής των κοριτσιών στην Αθήνα αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας ήταν η απουσία κάθε επαφής με το άλλο φύλο μέχρι την ημέρα που θα παντρεύονταν. Έτσι, ο κανόνας για την επιλογή της νύφης ήταν το συνοικέσιο, στο οποίο σχεδόν πάντα έπαιρναν μέρος οι προξενήτρες. Η απόφαση για την τελική επιλογή της νύφης ανήκε αποκλειστικά στον πατέρα του γαμπρού, που αναλάμβανε να συναντηθεί με τον πατέρα της νύφης για να συμφωνηθεί ενώπιον μαρτύρων ο γάμος, χωρίς να είναι απαραίτητη η παρουσία των άμεσα ενδιαφερομένων. Η συμφωνία αυτή, γνωστή ως εγγύη, κάτι ανάλογο με το σημερινό αρραβώνα, παρόλο που ήταν προφορική, είχε το χαρακτήρα μιας σημαντικής νομικής πράξης, και αποτελούσε βασική προϋπόθεση για τη σύναψη του γάμου.

Το βασικότερο αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο της εγγύης ήταν η προίκα, που αποτελούσε το κύριο γνώρισμα ενός νόμιμου γάμου. Ο πατέρας ήταν υποχρεωμένος να δώσει στην κόρη του τουλάχιστον το 1/10 της περιουσίας του ως προίκα, συνήθως σε χρήμα, οικιακά σκεύη, ρούχα, έπιπλα και κοσμήματα. Η ακίνητη περιουσία προοριζόταν για τα αγόρια, και με τον τρόπο αυτό περιοριζόταν, όσο ήταν δυνατό, ο κατακερματισμός της. Η προίκα, δεν αποτελούσε ιδιοκτησία του γαμπρού μετά το γάμο. Αντίθετα, σε περίπτωση που αποφάσιζε να χωρίσει από τη σύζυγό του, είχε την υποχρέωση να την επιστρέψει στην οικογένειά της. Έτσι, η προίκα λειτουργούσε και ως μέσο αποτροπής του διαζυγίου. Στη Σπάρτη, σε περίπτωση διαζυγίου ή χηρείας, η προίκα δεν επιστρεφόταν στην οικογένεια της νύφης, αλλά παρέμενε στην ίδια. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον 4ο αι. π.Χ. τα 2/5 της λακωνικής γης ανήκαν σε γυναίκες, κάτι που θεωρείται απαράδεκτο από το μεγάλο φιλόσοφο.

Στην Αθήνα, οι γαμήλιες τελετές γίνονταν συνήθως χειμώνα, όταν ήταν πανσέληνος, το μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριος), που ήταν αφιερωμένος στην Ήρα, θεά που προστάτευε το γάμο. Οι τελετές κρατούσαν τρεις μέρες. Την πρώτη μέρα γίνονταν προσφορές στους θεούς από τον πατέρα της νύφης. Η ίδια η νύφη πρόσφερε στην Άρτεμη τα παιδικά της παιχνίδια και έτσι δηλωνόταν συμβολικά η αποκοπή από την προηγούμενη ζωή της. Οι μελλόνυμφοι λούζονταν με νερό από μια ιερή πηγή ή ποτάμι. Τη δεύτερη μέρα ο πατέρας της νύφης παρέθετε γαμήλιο γεύμα και στη συνέχεια οδηγούσαν τη νύφη, πάνω σε άμαξα, στο νέο της σπίτι. Την τρίτη μέρα η νύφη δεχόταν στο σπίτι τα γαμήλια δώρα. Στη Σπάρτη, στα πλαίσια της γαμήλιας τελετής, προβλεπόταν η διαδικασία της αρπαγής της νύφης από το γαμπρό και η αντίσταση από τη νύφη. Ο Πλούταρχος σημειώνει ότι στην πόλη αυτή, μετά το γάμο, για αρκετό χρονικό διάστημα οι συζυγικές σχέσεις των νεονύμφων διατηρούσαν ένα χαρακτήρα παρανομίας. Η σύζυγος, μέχρι να αποκτήσει παιδί, έμενε στο πατρικό της σπίτι. Ο σύζυγος την επισκεπτόταν τα βράδια κρυφά και επέστρεφε γρήγορα στο στρατώνα. Έτσι, δεν είναι περίεργο ότι υπήρξαν μερικοί που απέκτησαν παιδιά πριν καλά-καλά να δουν το πρόσωπο της συζύγου τους στο φως της μέρας.

Στην Αθήνα, όταν οι απιστίες του συζύγου γίνονταν προκλητικές ή η κακομεταχείριση της συζύγου έφτανε σε αφόρητο σημείο, η σύζυγος είχε το δικαίωμα να ζητήσει από τον επώνυμο άρχοντα την απόλειψιν, δηλαδή την εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης, χωρίς όμως να είναι βέβαιη η λύση του γάμου. Όταν η Ιππαρέτη, σύζυγος του ονομαστού για τις απιστίες του Αλκιβιάδη, έφτασε στο σημείο να ζητήσει διαζύγιο, ο Αλκιβιάδης την άρπαξε και, περνώντας μέσα από την αγορά, την υποχρέωσε να επιστρέψει στο σπίτι, χωρίς κανένας να τολμήσει να επέμβει. Πιο συχνός όμως τρόπος διάλυσης του γάμου ήταν η έκπεμψις, η αποπομπή της γυναίκας από το σπίτι με πρωτοβουλία του συζύγου, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αιτιολόγηση αυτής της απόφασης. Ο γάμος μπορούσε να λυθεί επίσης και από τον πατέρα της νύφης, με την αφαίρεσιν, δηλαδή την επιστροφή της στο πατρικό σπίτι. Πάντως η αφαίρεσις δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο αν μέχρι τότε δεν είχε γεννηθεί αρσενικό παιδί από το ζευγάρι. Στη Σπάρτη οι περιπτώσεις διαζυγίου ήταν σπάνιες, γιατί η ατεκνία αποτελούσε το μοναδικό λόγο για τη λύση του γάμου.

Η γυναίκα που έμενε χήρα, ως κάτοχος της πατρικής αλλά και συζυγικής περιουσίας, ονομαζόταν επίκληρος και δύσκολα έμενε ελεύθερη για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη κι αν η ηλικία της ήταν μεγάλη. Σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να δεχθεί να γίνει σύζυγος του πιο κοντινού συγγενή της. Πολλές φορές, όταν η περιουσία της ήταν σεβαστή, δεν ήταν λίγοι αυτοί που τη διεκδικούσαν και το ζήτημα καλούνταν να διευθετήσουν τα δικαστήρια. Έτσι, η περιουσία επέστρεφε στην οικογένεια. Και επειδή ο νόμος απαγόρευε τη διγαμία, αν ο διεκδικητής της χήρας (και της περιουσίας της) που τον δικαίωναν τα δικαστήρια ήταν έγγαμος, υποχρεωνόταν να χρησιμοποιήσει την έκπεμψιν, δηλαδή να πάρει διαζύγιο από τη μέχρι τότε σύζυγό του, ώστε να είναι ελεύθερος για τον καινούριο γάμο.

Στην αθηναϊκή κοινωνία η συζυγική απιστία εκ μέρους της γυναίκας αποτελούσε, σύμφωνα με το νόμο, ανεπανόρθωτο αδίκημα που στρεφόταν όχι μόνο εναντίον του συζύγου και της οικογένειά της, αλλά και εναντίον της πόλης, αφού έτσι δεν παρεχόταν η βεβαιότητα ότι τα παιδιά που γεννιούνται είναι γνήσια. Η τιμωρία για τη γυναίκα στην περίπτωση της μοιχείας περιοριζόταν στην αποπομπή της από το συζυγικό σπίτι ή και στην απαγόρευση της συμμετοχής της στις θρησκευτικές τελετές. Αντίθετα, ο άνδρας-μοιχός αντιμετώπιζε πολύ πιο σοβαρές κυρώσεις. Ο νόμος του Δράκοντα επέτρεπε τη θανάτωσή του από το σύζυγο, στην περίπτωση που συλλαμβανόταν επ' αυτοφώρω. Ωστόσο, κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., το ζήτημα μπορούσε να διευθετηθεί με μια ικανοποιητική χρηματική αποζημίωση. Σε άλλες πόλεις, η τιμωρία του μοιχού μπορούσε να είναι πληρωμή προστίμου (Γόρτυνα Κρήτης), διαπόμπευση (Λέπρεον) ή ακόμα και τύφλωση (Λοκροί). Ίσως να φαίνεται περίεργη η επιείκεια με την οποία αντιμετωπίζεται η γυναίκα στην περίπτωση της μοιχείας. Η εξήγηση βρίσκεται στη μειονεκτική θέση που είχε στην πόλη-κράτος: η γυναίκα δεν είχε πολιτικά δικαιώματα, και επομένως έπρεπε να θεωρείται ανεύθυνη. Ο άνδρας είναι αυτός στον οποίο έπρεπε να καταλογίζονται όλες οι ευθύνες. Στη Σπάρτη δεν φαίνεται να δίνεται ιδιαίτερη σημασία σε θέματα συζυγικής απιστίας. Για τους Σπαρτιάτες ο πιο σημαντικός σκοπός του γάμου είναι η γέννηση υγιών παιδιών, άξιων υπερασπιστών της πόλης.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνεύσουμε τις διαθέσεις και τα συναισθήματα μεταξύ των συζύγων και γενικότερα το χαρακτήρα των συζυγικών σχέσεων, κυρίως μέσα από γραπτές πηγές, που κατά κύριο λόγο αφορούν τη νομική θέση των συζύγων και αναγνωρίζουν στις συζύγους περιορισμένους ρόλους. Όμως, πολλά αρχαιολογικά ευρήματα ανασκευάζουν την απόλυτα ωφελιμιστική αντιμετώπιση της γυναίκας ως συζύγου. Σε πολλές επιγραφές επιτύμβιων μνημείων, που βρέθηκαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, οι σύζυγοι εκφράζουν με πολλή τρυφερότητα την αγάπη τους για τη σύζυγο που πέθανε και τα συναισθήματα εγκατάλειψης και μοναξιάς που τους άφησε ο θάνατός της.

Την οικογένεια της κλασικής περιόδου συμπλήρωναν τα νεαρότερα μέλη της, τα παιδιά. Επτά ημέρες από τη γέννηση ενός παιδιού, γινόταν η επίσημη αποδοχή του, μέσα από συγκεκριμένη τελετουργία, κατά την οποία ο πατέρας το έφερε γύρω από την εστία του σπιτιού. Tη δέκατη ημέρα δινόταν και το όνομά του. Στην ηλικία των 16 χρόνων, κατά τη γιορτή των Aπατουρίων, το παιδί εγγραφόταν στη φρατρία του πατέρα του, στη συγκέντρωση της οποίας ο πατέρας έδινε, μεταξύ άλλων, όρκο -μετά το νόμο, που θέσπισε ο Περικλής το 451 π.Χ.- ότι η σύζυγός του ήταν γεννημένη στην Aθήνα και ο γιος του νόμιμος γόνος από έγκυρο γάμο. Μετά την ψηφοφορία των μελών και την αποδοχή του παιδιού, ακολουθούσε η εγγραφή στον κατάλογο. Tο αγόρι, όταν έκλεινε τα 18 του χρόνια, γραφόταν στο δήμο, ο πατέρας του ορκιζόταν, οι δημότες ψήφιζαν και, μετά από την αποδοχή, γινόταν η εγγραφή του στο μητρώο του δήμου. Με αυτό τον τρόπο κατοχυρωνόταν η γνησιότητα του ως Aθηναίου, βασική προϋπόθεση για την ιδιότητα περίπτωση έλλειψης άρρενος απογόνου υπήρχε η δυνατότητα της υιοθεσίας. Παρ' όλο που ο νόμος δεν το επέβαλλε, εν τούτοις προτιμούνταν άτομα από το συγγενικό περιβάλλον και κατά κανόνα ενήλικα, ώστε να έχουν τη δυνατότητα άμεσης ανάληψης της οικογενειακής περιουσίας. Στην περίπτωση της υιοθεσίας ακολουθούσαν, επίσης, την ίδια διαδικασία: εισαγωγή στη φρατρία του θετού πατέρα και εγγραφή στο μητρώο του.

Διαφορετική ήταν η κατάσταση με τα νόθα παιδιά. Ήταν γόνοι ενός μη έγκυρου γάμου και δεν είχαν κανένα δικαίωμα, ούτε στα πλαίσια της πόλης, ούτε στα πλαίσια του οίκου (κληρονομικές διεκδικήσεις, συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετουργίες της οικογένειας).

Η πόλις της κλασικής Αθήνας δεν αναμειγνυόταν στην ανατροφή των παιδιών, η οποία ήταν αποκλειστικό θέμα της οικογένειας. Έτσι, μέχρι την ηλικία των 7 περίπου χρόνων, την ανατροφή των παιδιών αναλάμβαναν οι μητέρες ή οι τροφοί στις εύπορες οικογένειες. Aρχαιολογικά ευρήματα δίνουν μια εικόνα για τα παιχνίδια των παιδιών (κούκλες, ρόκανα, διάφορες κατασκευές), ενώ από τις πηγές μαθαίνουμε για τις ιστορίες που τους διηγούνταν (ιστορίες ηρώων, τους μύθους του Aισώπου).

Από τα 7, τα αγόρια διαφοροποιούνταν από τα κορίτσια. Tο αγόρι πήγαινε στο σχολείο συνοδευόμενο από έναν έμπιστο δούλο, τον παιδαγωγό. Η εκπαίδευση ήταν ιδιωτική και οι δάσκαλοι πληρώνονταν επομένως από τους γονείς. Τα βασικά μαθήματα ήταν η ανάγνωση, η γραφή και η αριθμητική και διδάσκονταν από το γραμματιστή. Επιπλέον για τη μουσική παιδεία υπεύθυνος ήταν ο κιθαριστής, ενώ τη γύμναση επέβλεπε ο παιδοτρίβης. Ανώτερη βαθμίδα μόρφωσης αποτελούσε η μαθητεία κοντά στους σοφιστές, η αμοιβή των οποίων όμως ήταν τόσο υψηλή, ώστε η δυνατότητα συμμετοχής σε τέτοια μαθήματα περιοριζόταν στους νέους των εύπορων οικογενειών. Τέλος, οι έφηβοι (18-20 χρόνων) υπηρετούσαν για 2 χρόνια στο στρατό. Η περίοδος αυτή ήταν η σημαντικότερη της ζωής τους, αφού αποτελούσε το μεταβατικό στάδιο για την απόκτηση πολιτικής υπόστασης και για την κατ' επέκταση ένταξή τους στην πόλη.

Η έκθεσις των βρεφών, δηλαδή η εγκατάλειψή τους σ' ένα σημείο της πόλης, παρόλο που δεν ήταν γενικευμένο και συχνό φαινόμενο, και οι περισσότερες αναφορές γι' αυτό απαντώνται στους ελληνιστικούς χρόνους, αποτελούσε ωστόσο για τους Έλληνες ένα νόμιμο μέσο για να περιορίσουν τα μέλη της οικογένειάς τους. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι το βάρος της ανατροφής των παιδιών σε κάποιες περιπτώσεις θα ήταν μεγάλο, για να υποχρεώνονται οι γονείς να πάρουν μια τόσο σκληρή απόφαση. Η στενοχωρία οδηγούσε τους Έλληνες στον περιορισμό των γεννήσεων και ο Ησίοδος φτάνει στο σημείο να πιστεύει ότι ο δρόμος προς την ευημερία για μια οικογένεια είναι να έχει μόνο ένα γιο. Όπως ήταν φυσικό, τα βρέφη που υφίσταντο την έκθεσιν ήταν στην πλειονότητά τους κορίτσια. Έτσι ο πατέρας απαλλασσόταν από την υποχρέωση να τα αποκαταστήσει με την παροχή προίκας και απέφευγε τη συρρίκνωση της περιουσίας του. Η έκθεσις εξάλλου βοηθούσε ώστε να υπάρχει κάποια ισορροπία στον αριθμό των εκπροσώπων του κάθε φύλου στο πλαίσιο της πόλης-κράτους ώστε να μην είναι περισσότερες οι γυναίκες και να μένουν ανύπαντρες. Έτσι, με την έκθεσιν περιορίζονταν οι γυναίκες, όπως με τους πολέμους περιορίζονταν οι άνδρες. Η τύχη του εκτιθέμενου βρέφους ήταν προκαθορισμένη: εφόσον η πατρότητα παρέμενε άγνωστη, όποιος το διέσωζε από το θάνατο, τού πρόσφερε τη ζωή ενός δούλου.

Στη σπαρτιατική κοινωνία η έκθεσις των βρεφών δεν είχε ως στόχο τον έλεγχο του αριθμού αγοριών και κοριτσιών αλλά τη φυλετική βελτίωση του σπαρτιατικού λαού. Τα νεογέννητα, αγόρια και κορίτσια, παρουσιάζονταν σε εκπροσώπους της σπαρτιατικής γερουσίας και, εφόσον κρίνονταν ως ανάπηρα ή ασθενικά, τα εγκατέλειπαν στους Αποθέτες, ένα βάραθρο κοντά στον Ταΰγετο, όπου πέθαιναν αβοήθητα.

Ωστόσο, η εικόνα του οίκου της κλασικής Αθήνας θα ήταν ελλιπής χωρίς την αναφορά στους δούλους. Όλοι , εκτός από τους πένητες, διέθεταν και δούλους. Εκείνοι που αποτελούσαν μέλη του οίκου και διέμεναν σ' αυτόν, ονομάζονταν οικέται ή οικείς. Tους οικιακούς δούλους τούς χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για τις εργασίες του σπιτιού, αλλά και για την καλλιέργεια της γης. Επιπλέον, στο πλαίσιο των οικιακών εργασιών αναλάμβαναν τη φροντίδα των παιδιών (ως τροφοί ή παιδαγωγοί) και συνόδευαν τις μεν γυναίκες στις γιορτές, τους δε άνδρες στο κυνήγι.

Στην Αθήνα οι δούλοι εντάσσονταν στον οίκο με ειδική τελετουργία. Τα μέλη της οικογένειας τους οδηγούσαν στην εστία του σπιτιού και η οικοδέσποινα σκόρπιζε πάνω στο κεφάλια τους καρύδια, σύκα και γλυκίσματα. Κατά τη διάρκεια της τελετής οι δούλοι αποκτούσαν το νέο τους όνομα και γίνονταν, πλέον, μέλη του οίκου.

Η ισόβια παραμονή τους στο περιβάλλον του σπιτιού -δεδομένου ότι κάποιοι από αυτούς γεννιόνταν σ' αυτό- δημιουργούσε σχέσεις αφοσίωσης των οικιακών δούλων προς τον αφέντη, καθώς άλλωστε οι τύχες τους καθορίζονταν από τα πρόσωπα τα οποία υπηρετούσαν.

Εξαιτίας αυτής της ειδικής σχέσης, οι οικιακοί δούλοι είχαν τις περισσότερες δυνατότητες απελευθέρωσης. Στα τελευταία χρόνια της Κλασικής περιόδου η απελευθέρωση κάποιου δούλου περιλαμβανόταν συνήθως στη διαθήκη του κυρίου του ως ανταμοιβή για την αφοσίωσή του. Ο απελεύθερος, όπως ονομαζόταν ο απελευθερωμένος δούλος, είχε τη δυνατότητα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αν παρέμενε όμως στην Αθήνα εγγραφόταν στην πόλη ως μέτοικος και ο πρώην κύριός του αναλάμβανε να γίνει ο προστάτης του.