Ψυχαγωγία

Πηγές

Βιβλιογραφία

Αρχική Σελίδα



Χάρτης Πλοήγησης




Οδηγίες Χρήσης


Αρχική σελίδα

Ανώτερο επίπεδο

Πάνω

Κάτω
Μεγέθυνση εικόνας

Ένα από τα συνηθισμένα παιχνίδια κατά την αρχαιότητα ήταν ο εφεδρισμός. Μια παραλλαγή του παιχνιδιού εικονίζεται σε μελανόμορφο αμφορέα του Γ' αιώνα π.Χ. Ένας άνδρας καθισμένος σε δίφρο ετοιμάζεται να πετάξει τη σφαίρα σε τρία παιδιά ανεβασμένα στους ώμους τριών γυμνών νέων.


Η ψυχαγωγία των πολιτών έχει άμεση σχέση με τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα της εποχής και του τόπου τους. Για τους Αθηναίους των κλασικών χρόνων ήταν αντικείμενο μέριμνας ατομικής και κρατικής. Ο Περικλής στον Επιτάφιο τόνιζε στους συμπολίτες του: “Φροντίζουμε για τη διασκέδασή μας προσφέροντας στιγμές ανάπαυλας στον καθημερινό μόχθο με τις θυσίες και τους αγώνες, που γίνονται κατά διαστήματα σ' όλη τη διάρκεια του έτους, και με ευπρεπείς ιδιωτικές κατοικίες”. Οι Αθηναίοι βέβαια, όπως και οι άλλοι Έλληνες, δεν περίμεναν τις δημόσιες εκδηλώσεις για να διασκεδάσουν, αλλά επιδίωκαν καθημερινά και με ποικίλους τρόπους να δίνουν ένα ευχάριστο τόνο στη ζωή τους. Οι νέοι έβρισκαν διέξοδο σε διάφορα παιγνίδια και οι μεγαλύτεροι στα συμπόσια. Μια βόλτα στην Αγορά ήταν για όλους ευκαιρία για ψυχική ευφορία και ξεγνοιασιά, αφού εκεί συνήθως απολάμβαναν πολλά θεάματα και ακούσματα (πλανόδιους μίμους, ταχυδακτυλουργούς, μουσικούς κ.ά.).

Γενικά οι Έλληνες ήταν λιτοδίαιτοι, κυρίως εξαιτίας της παραδοσιακής τους φτώχειας. Το πρωινό τους (ακράτημα) ήταν συνήθως λίγο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και ίσως λίγες ελιές ή σύκα. Απλό ήταν, κατά κανόνα, και το μεσημεριανό φαγητό (άριστον), όπως και το απογευματινό (εσπέρισμα). Το κύριο φαγητό τους ήταν το βραδινό (δείπνον). Βασικό στοιχείο για τη διατροφή τους αποτελούσε το σιταρένιο ψωμί (άρτος) και κυρίως τα κριθαρένια παξιμάδια (μάζα), που ως πιο φτηνά τα συνήθιζαν οι φτωχοί. Το φαγητό που συνοδευόταν από ψωμί ονομαζόταν γενικά όψον. Επειδή το ψάρι (ιχθύς) ερχόταν πρώτο σε προτίμηση και κατανάλωση φαγητό, σταδιακά επικράτησε όψον να σημαίνει αποκλειστικά ψάρι. Η ψαραγορά της Αθήνας ήταν το πιο πολυσύχναστο μέρος. Από τα ψάρια του γλυκού νερού τα πιο περιζήτητα ήταν τα χέλια της Κωπαΐδας και από τα ψάρια της θάλασσας οι τόνοι. Τα θαλασσινά (καλαμάρια, σουπιές, οστρακοειδή) δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα.

Το κρέας ήταν είδος πολυτελείας. Το μόνο που μπορούσε να προσεγγίσει ένα φτωχό βαλάντιο ήταν το χοιρινό. Για το λόγο αυτό οι πολλοί περίμεναν τις θρησκευτικές γιορτές με τις καθιερωμένες θυσίες, για να το απολαύσουν δωρεάν από τα σφάγια (τα προς θυσία ζώα). Οι Σπαρτιάτες στα συσσίτιά τους συνήθιζαν το γνωστό μέλανα ζωμό, πιθανότατα κρέας χοιρινό με αίμα, ξύδι και αλάτι. Ο κυκεών ήταν κάτι ανάμεσα σε φαγητό και ποτό. Τον συνήθιζαν πολύ οι χωρικοί και τον υποτιμούσαν οι αριστοκράτες. Ήταν αλεύρι από κριθάρι διαλυμένο σε κρασί ή σε νερό και αρωματισμένο με θυμάρι, μέντα, φλισκούνι κ.ά.

Οι αρχαίοι δεν είχαν πιρούνια στο τραπέζι. Χρησιμοποιούσαν τα δάκτυλά τους για να πιάνουν τις τροφές. Πιάτα είχαν αλλά τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για σούπες. Στα άλλα φαγητά το πιάτο αντικαθιστούσε ένα κριθαρένιο παξιμάδι ή μια μεγάλη φέτα τυρί. Κουτάλια και μαχαίρια υπήρχαν, κατά περίσταση, στο τραπέζι.

Τα κύρια ποτά των αρχαίων ήταν το νερό, το γάλα και φυσικά το κρασί, για την παρασκευή του οποίου είχαν δικούς τους τρόπους και συχνά το αρωμάτιζαν με θυμάρι, μέντα ή μέλι. Οι Έλληνες δεν έπιναν ποτέ το κρασί ανέρωτο (άκρατον οίνον). Το έβαζαν σε κρατήρα μαζί με νερό και κανόνιζαν, κατά περίσταση, την αναλογία. Αυτή συνήθως ήταν ένα μέρος κρασί προς δύο ή τρία νερό. Την πόση “άκρατου οίνου” θεωρούσαν βαρβαρική συνήθεια.

Το συμπόσιο αποτελούσε μια κοινωνική πολιτιστική εκδήλωση, κατά κύριο λόγο αριστοκρατική. Κάποιος, συνήθως ευκατάστατος, πολίτης με την ευκαιρία ενός σημαντικού γεγονότος (οικογενειακή γιορτή, νίκη σε αγώνες μουσικούς ή αθλητικούς, αναχώρηση ή άφιξη προσφιλούς προσώπου κ.ά.) προσκαλούσε στο σπίτι του λίγους ή πολλούς συμπολίτες του για να γιορτάσουν από κοινού. Οι προσκεκλημένοι συγκεντρώνονταν στην αίθουσα του σπιτιού που ονομαζόταν ανδρών και ξάπλωναν (στηριζόμενοι στο αριστερό τους χέρι) στα ανάκλιντρα που ήταν τοποθετημένα γύρω- γύρω. Αυτά κυμαίνονταν από τρία έως δώδεκα και κάθε ένα χωρούσε δύο ή τρεις συμποσιαστές. Μπροστά τους τοποθετούσαν χαμηλά τραπέζια με φαγώσιμα. Σε ένα μεγάλο κρατήρα έκαναν την ανάμιξη του κρασιού και του νερού και δούλες ή δούλοι (οινοχόοι) γέμιζαν τα ποτήρια των συμποσιαστών. Τα ποτήρια ήταν μεταλλικά ή πήλινα με περίτεχνες αγγειογραφίες. Τα συμπόσια ακολουθούσαν κάποιο πρωτόκολλο, ένα εθιμικό τυπικό, την τήρηση του οποίου φρόντιζε ο συμποσίαρχος, που κάθε φορά κληρωνόταν μεταξύ των προσκεκλημένων. Στην αρχή οι υπηρέτες έφερναν νερό για το πλύσιμο των χεριών και το συμπόσιο άρχιζε με σπονδή προς το Διόνυσο, το θεό του κρασιού: έπιναν λίγο άκρατον οίνον, έχυναν λίγες σταγόνες προφέροντας το όνομα του θεού και έψαλλαν έναν ύμνο του. Τις περισσότερες φορές ακολουθούσε συζήτηση με θέμα τον έρωτα. Εκτός από τις συζητήσεις οι παρευρισκόμενοι διασκέδαζαν με μουσική, ακροβατικά νούμερα, διάφορα παιγνίδια κ.ά. Τα παιγνίδια ήταν πνευματικά (αινίγματα, γρίφοι) ή επιδεξιότητας. Οι Αθηναίες δεν έπαιρναν μέρος στα συμπόσια. Οι γυναίκες που συμμετείχαν ήταν εταίρες, που τις έφερναν μαζί τους κάποιοι από τους συμποσιαστές για την ψυχαγωγία του συνόλου.

Πριν από το συμπόσιο οι προσκεκλημένοι έπαιρναν το κύριο φαγητό τους, για να μπορούν ύστερα να αρκούνται σε ελαφρά εδέσματα (ξηροί καρποί, φρούτα, γλυκά) και σε οινοποσία. Με άλλα λόγια το συμπόσιο ήταν το δεύτερο και κύριο μέρος της συγκέντρωσης. Κατά συνέπεια, όσοι ήταν προσκεκλημένοι μόνο σ' αυτό έρχονταν μετά το τέλος του δείπνου.

Υπήρχαν και άλλες μορφές συμποσίων, περισσότερο λαϊκές. Τα μέλη, για παράδειγμα, κάποιας φιλικής συντροφιάς ή κάποιου συλλόγου συνήθιζαν να συμποσιάζονται κάθε φορά και σε άλλο σπίτι. Στις περιπτώσεις αυτές ο καθένας έφερνε μαζί του το ποτό και το φαγητό του (έρανος). Όποια μορφή και να είχε το συμπόσιο είναι γεγονός ότι κατά τη λήξη του οι συμποσιαστές ήταν συχνά μεθυσμένοι και όχι σπάνια διέπρατταν βανδαλισμούς (π.χ. ερμών αποκοπή) ή άλλες αξιόποινες πράξεις.

Ένα σημαντικό μέρος της ψυχαγωγίας όχι μόνο των νέων αλλά και των ενηλίκων αποτελούσαν τα διάφορα παιγνίδια.

Ο κότταβος ήταν το παιγνίδι που συνήθιζαν στα συμπόσια και είχε διονυσιακό χαρακτήρα: με το κρασί που έμενε στο ποτήρι τους σημάδευαν κάποιο στόχο (προσπαθούσαν να το περάσουν μέσα από το στόμιο κάποιου αγγείου, να βυθίσουν πήλινα πιατάκια που έπλεαν σε λεκάνες γεμάτες νερό, να ρίξουν κάποιο δίσκο που ισορροπούσε σε σταθερό άξονα κ.ά.) και ταυτόχρονα πρόφεραν το όνομα του αγαπημένου τους προσώπου. Αν πετύχαιναν το στόχο, είχαν ελπίδες ανταπόκρισης. Ήταν το πιο αγαπημένο παιγνίδι των Αθηναίων και είχε ξεφύγει από τα όρια των συμποσίων. Τόσο είχε μπει στη ζωή τους, που δεν το ξεχνούσαν ούτε στις πιο κρίσιμες στιγμές τους: ο Θηραμένης (ένας από τους τριάκοντα τυράννους), που καταδικάστηκε σε θάνατο με ενέργειες του Κριτία, αφού ήπιε το κώνειο στο δεσμωτήριο, έριξε τις τελευταίες σταγόνες σε υποθετικό στόχο και, διακωμωδώντας την κατάστασή του, φώναξε “στην υγειά του ωραίου Κριτία”.

Ο ασκωλιασμός ήταν ένα άλλο παιγνίδι. Προσπαθούσαν να κρατήσουν όσο περισσότερο μπορούσαν την ισορροπία τους, πηδώντας με το ένα πόδι πάνω σε φουσκωμένα ασκιά. Με το τόπι διασκέδαζαν, όπως και σήμερα, οι νέοι. Η Ναυσικά, κατά τον Όμηρο, έπαιζε τόπι με τις φίλες της, όταν βρήκε τον Οδυσσέα. Οι βώλοι, το στεφάνι, η σβούρα, η κούνια και ο κουτσός, που διασκέδαζαν τα παιδιά της αρχαιότητας, θυμίζουν σύγχρονα παιγνίδια. Οι μονομαχίες ζώων ήταν μέσα στα πλαίσια της διασκέδασης.

Από τη ζωή του αρχαίου Έλληνα δεν έλειπαν τα τυχερά παιγνίδια. Ένα απ’ αυτά παιζόταν με τρία ζάρια που είχαν στις πλευρές τους χαραγμένα γράμματα ή αριθμούς, όπως τα σημερινά. Η καλύτερη ζαριά τους ήταν να φέρουν και στα τρία ζάρια εξάρι (παίξιμο Αφροδίτης) και η χειρότερη να φέρουν και στα τρία άσσο (παίξιμο σκύλου). Το παιγνίδια των πεσσών (πεττεία) ήταν κάτι σαν το σημερινό τάβλι ή τη ντάμα και ήταν γνωστό από την πρώιμη αρχαιότητα. Ο Όμηρος παρουσιάζει τους μνηστήρες της Πηνελόπης να διασκεδάζουν μ' αυτό.

Από την εποχή του Ομήρου ως την ελληνιστική περίοδο, τουλάχιστον στο μητροπολιτικό ελληνικό χώρο, οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στην εξωτερική εμφάνιση των Ελλήνων είναι σχετικά μικρές. Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην ενδυμασία, την κόμμωση και τον καλλωπισμό του σώματος, αφού η <Β>μόδα συνδεόταν άμεσα και τότε, όπως και τώρα, με την κοινωνική θέση, το φύλο, την ηλικία και το επάγγελμα.

Η βασική ιδέα για τη μορφή και το υλικό στα ενδύματα είχε άμεση σχέση με τη λειτουργικότητά τους και για τις επιλογές που γίνονταν φαίνεται ότι λαμβάνονταν υπόψη τα κριτήρια της χρησιμότητας και της άνεσης. Στα κριτήρια αυτά ανταποκρινόταν η βασική διαίρεση των ενδυμάτων σε χιτώνες (ρούχα που φοριούνταν κατάσαρκα) και σε επιβλήματα ή περιβλήματα που μπορούσαν να προστεθούν, αν το απαιτούσαν οι καιρικές συνθήκες. Οι χιτώνες, κοντοί ή ποδήρεις, ήταν συνήθως λινά ενδύματα που φοριούνταν από άνδρες και γυναίκες, ενώ τον πέπλον, σε κλειστή ή ανοιχτή μορφή, φορούσαν μόνο οι γυναίκες. Στην κατηγορία των επιβλημάτων άνηκε το ιμάτιον που φοριόταν και από τα δύο φύλα, ενώ για τους άνδρες προοριζόταν ακόμη η χλαμύς και η χλαίνη, όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν σκληρότερες κλιματολογικές συνθήκες. Από την προσφερόμενη ποικιλία των χρωμάτων οι Έλληνες δεν προτιμούσαν τα έντονα και εκθαμβωτικά χρώματα. Τα λευκά και πορφυρά υφάσματα συνηθίζονταν περισσότερο στις δημόσιες-λατρευτικές τελετές, ενώ αντίθετα, το μαύρο χρώμα αποτελούσε ένδειξη πένθους. Έναν πένθιμο, σταχτύ χιτώνα φορούσε και ο Περσέας, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, στη διάρκεια του θριάμβου του Ρωμαίου στρατηγού Αιμιλίου Παύλου μετά την οριστική νίκη της Ρώμης, το 168 π.Χ. στη μάχη της Πύδνας. Σε αντίθεση με τον Περσέα, ο Αιμίλιος Παύλος, σύμφωνα με την περιγραφή του Πλούταρχου “ήταν ντυμένος με χρυσοκεντημένη πορφύρα …”. Ο Πλούταρχος επίσης μας πληροφορεί ότι ο ρήτορας Δημοσθένης, όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Φιλίππου στην Αθήνα, παρουσιάστηκε φορώντας ωραίο ένδυμα (ασφαλώς λευκό ή κόκκινο) και στεφανωμένος, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να δείξει τη χαρά του, αν και είχαν περάσει μόλις επτά ημέρες από το θάνατο της κόρης του.

Στην αρχαία Αθήνα τα κουρεία ήταν χώρος οικείος για τους άνδρες, οι οποίοι περιποιούνταν συχνά τα μαλλιά τους, τα γένια τους, ακόμη και τα νύχια χεριών και ποδιών. Διατηρούσαν πλούσια γενιάδα, τουλάχιστον μέχρι τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, οπότε άρχισαν να ξυρίζουν εντελώς το πρόσωπό τους. Μέχρι και τον 6ο αι. π.Χ., άνδρες και γυναίκες άφηναν μακριά μαλλιά, μια συνήθεια που από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. εγκατέλειψαν οι άνδρες, αφήνοντας την αποκλειστικότητα για επινοήσεις περίπλοκων χτενισμάτων στις γυναίκες. Η αλλαγή του χρώματος των μαλλιών από μαύρο σε ξανθό δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο, ωστόσο αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα των εταιρών. Οι δούλοι υποχρεώνονταν να κόβουν τα μαλλιά τους σύρριζα, κάτι που ασφαλώς προδίδει με την πρώτη ματιά την κοινωνική τους θέση. Άνδρες και γυναίκες χρησιμοποιούσαν κορδέλες και ειδικά κοσμήματα (τέττιγες), για τη στερέωση των μαλλιών.

Είναι μάλλον βέβαιο ότι οι ελεύθεροι, άνδρες και γυναίκες, φορούσαν υποδήματα μόνο στην περίπτωση που κυκλοφορούσαν έξω από το σπίτι. Η λειτουργικότητα αποτελούσε και εδώ το βασικότερο κριτήριο για τη διαφοροποίηση των υποδημάτων. Η μόδα τους σε γενικές γραμμές παρέμενε η ίδια σε όλη την Ελλάδα κατά την αρχαιότητα. Τα σανδάλια, η εμβάς και η ενδρομίς αποτελούσαν τις βασικές μορφές υποδημάτων, με κύριο διακριτικό γνώρισμα τη μικρότερη ή μεγαλύτερη κάλυψη των ποδιών, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι ανάγκες, σύμφωνα με τις επικρατούσες κάθε φορά καιρικές συνθήκες. Στα υποδήματα των γυναικών παρατηρούμε όχι μόνο μεγαλύτερη ποικιλία χρωμάτων, αλλά και τη συνήθεια της προσθήκης υλικών στο εσωτερικό των υποδημάτων, για την αύξηση του ύψους. Τα σημερινά τακούνια ήταν άγνωστα στην αρχαιότητα.

Τα ανδρικά κοσμήματα περιορίζονταν συνήθως σε ένα δαχτυλίδι που χρησίμευε ως σφραγιδόλιθος. Αντίθετα, στα γυναικεία κοσμήματα υπήρχε μεγάλη ποικιλία. Με την πάροδο του χρόνου μειώθηκε το βάρος και το μέγεθός τους. Τα βαριά περιδέραια της αρχαϊκής εποχής αντικαταστάθηκαν στην κλασική περίοδο από ελαφριές αλυσίδες, βραχιόλια, σκουλαρίκια, διαδήματα, πόρπες και ταινίες με κοσμήματα που φοριούνταν γύρω από τους αστραγάλους ή τους βραχίονες.

Οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν καλλυντικά και συνήθιζαν να βάφουν τα μάγουλα και τα χείλη, χρησιμοποιώντας λευκό ανθρακικό ασβέστιο (ψιμύθιον) και κόκκινο χρώμα από ρίζες φυτών ή ορυκτά. Τα χείλη βάφονταν με κόκκινο μίλτο, τα φρύδια και τα βλέφαρα με αντιμόνιο ή φούμο. Περιζήτητα ήταν τα αρώματα που γίνονταν από την ανάμειξη διαφόρων ελαίων (ελιάς, πικραμύγδαλου, σουσαμιού) με φυτά ή λουλούδια. Τα αρωματοπωλεία πρόσφεραν ειδικές αρωματικές αλοιφές που χρησιμοποιούνταν για την περιποίηση των διαφόρων σημείων του σώματος: φοινικέλαιο, μαντζουράνα, εκχύλισμα θυμαριού, μέντα, σμύρνα. Η ματαιοδοξία των γυναικών και η επιμονή τους να μεταβάλλουν τη φυσική τους όψη προκαλούσε τις επικρίσεις των ανδρών.

Η επικράτηση συγκεκριμένων κανόνων στην εμφάνιση ανδρών και γυναικών κατά την αρχαιότητα δεν μπορεί να ερμηνευθεί χωρίς αναφορές στις αισθητικές αντιλήψεις αλλά και στις πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας. Οι νομοθεσίες του Σόλωνα στην Αθήνα και του Λυκούργου στη Σπάρτη περιόριζαν σημαντικά την πολυτέλεια και την επίδειξη, προβάλλοντας το ιδανικό της λιτότητας και του μέτρου. Και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας υπήρχε ανάλογη νομοθεσία. Στην Αθήνα οι γυναικονόμοι επέβλεπαν την τήρηση των κανονισμών των σχετικών με τα φορέματα των γυναικών, ώστε να αποφεύγονται οι υπερβολές. Ο κοινωνικός έλεγχος για τους άνδρες, αν και σε επίπεδο εθιμικού δικαίου, δεν ήταν λιγότερο αυστηρός. Το μήκος του χιτώνα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για δυσμενή σχόλια που αναφέρονταν στο επίπεδο καλλιέργειας των ανδρών: ένας χιτώνας υπερβολικά κοντός συνιστούσε απρέπεια, ενώ ένας υπερβολικά μακρύς, που σερνόταν στο έδαφος, εθεωρείτο στοιχείο επίδειξης, αμφίβολης αρετής αλλά και θηλυπρέπειας.

Πολλές φορές η εμφάνιση συνδεόταν άμεσα με την επαγγελματική και κοινωνική θέση των ατόμων: η πολυτέλεια και η εκλεκτικότητα φαίνεται ότι χαρακτήριζε το ντύσιμο των ρητόρων στην κλασική εποχή ενώ η εκκεντρικότητα το ντύσιμο των καλλιτεχνών. Δούλοι και τεχνίτες αρκούνταν σε λίγα και χοντροκομμένα ενδύματα ενώ τα λεπτά αραχνοΰφαντα ενδύματα θεωρούνταν άσεμνα, αφού κατά κανόνα προτιμώνταν από τις εταίρες. Δεν είναι τυχαίο ότι στο μύθο της Αρετής και της Κακίας ο διαφανής πέπλος ήταν το ένδυμα της δεύτερης.