Ένα από τα προβλήματα που απασχόλησαν
όλους τους φιλοσόφους της αρχαιότητας και τον Αριστοτέλη
ήταν το πρόβλημα της πραγματικότητας: το παράδοξο
δηλαδή από τη μια να σκεφτόμαστε τον κόσμο σαν κάτι
σταθερό κι από την άλλη να παραδεχόμαστε ότι αλλάζει,
αφού βλέπουμε τα πάντα να εξελίσσονται και να μεταβάλλονται.
Όμως, αν δεχθούμε ότι όλα αλλάζουν, ότι από τη μια
στιγμή στην άλλη τίποτε δεν είναι ίδιο, τότε πώς μπορούμε
να έχουμε μια άποψη για τον κόσμο, πώς μπορούμε και
χρησιμοποιούμε έννοιες και λέξεις που αποδίδουμε σε
συγκεκριμένα πράγματα;
Ο Ηράκλειτος
πίστευε πως τα πάντα μεταβάλλονται, τίποτε δεν είναι
σταθερό· από την άλλη ο Παρμενίδης
διατύπωσε τη διαμετρικά αντίθετη άποψη, πως τίποτε
δε μεταβάλλεται, πως η αλλαγή και η μεταβολή είναι
μια ψευδαίσθηση (βλ. σχετικά στα αντίστοιχα κεφάλαια).
Ο
Δημόκριτος και ο Πλάτωνας προσπάθησαν να συνδυάσουν
την άποψη του Ηρακλείτου και του Παρμενίδη.
Ο Δημόκριτος
δέχτηκε πως ο κόσμος αποτελείται από αμετάβλητα, αγέννητα
και άφθαρτα μικρά σωματίδια (παρμενίδεια θέση για
την έλλειψη αλλαγής/μεταβολής) που όμως κινούνται,
συγκρούονται μεταξύ τους και η ένωσή τους ή ο χωρισμός
τους δημιουργεί τη γένεση και τη φθορά (ηρακλείτεια
θέση για τη διαρκή μεταβολή) (βλ. σχετικά στο αντίστοιχο
κεφάλαιο).
Ο Πλάτωνας,
ο δάσκαλος του Αριστοτέλη, έδωσε τη δική του ερμηνεία:
κατά την άποψή του υπάρχουν δύο κόσμοι: ο αληθινός,
ο αμετάβλητος κόσμος των Ιδεών (που είναι αιώνιες,
άφθαρτες, αναλλοίωτες) και ο αισθητός κόσμος, όπου
τα όντα είναι είδωλα των Ιδεών και γεννιούνται, μεταβάλλονται,
πεθαίνουν (βλ. σχετικά στο αντίστοιχο κεφάλαιο).
Ο Αριστοτέλης, που ξεκινούσε πάντα από την εμπειρία,
δε δέχεται ότι η αλήθεια βρίσκεται έξω από το φυσικό
κόσμο, που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις (τον
αισθητό κόσμο). Την πραγματικότητα και την αλλαγή
προσπαθεί να εξηγήσει με τη θεωρία του για τα τέσσερα
αίτια, τα οποία καθορίζουν την εξέλιξη ενός πράγματος,
και είναι:
η ύλη (υλικό αίτιο), |
ο σκοπός (τελικό αίτιο), |
η ενέργεια (ποιητικό αίτιο)
και η |
μορφή (μορφικό αίτιο). |
Ας εξετάσουμε τη μεταβολή σε ένα άψυχο και ένα έμψυχο
ον.
Ένα κομμάτι μάρμαρο (το υλικό αίτιο) το παίρνει ένας
γλύπτης, για να κατασκευάσει ένα άγαλμα που θα στολίσει
μια πλατεία (τελικό αίτιο) και να του δώσει τη μορφή
που έχει στο νου του (μορφικό αίτιο). Μετά από εργασία
ημερών (ποιητικό αίτιο) το κομμάτι μάρμαρο (που θα
μπορούσε να γίνει, ήταν δηλαδή δυνάμει, άγαλμα
ή κολώνα ή πλάκα) έχει πάρει τη μορφή αγάλματος (είναι
δηλ. πλέον ενεργεία αγαλμα).
Παρόμοια εξέλιξη υπάρχει και στα έμψυχα: ένα βελανίδι
(ύλη / υλικό αίτιο) είναι δυνάμει βελανιδιά
(έχει δηλ. τη δυνατότητα, αν υπάρξουν οι κατάλληλες
συνθήκες να γίνει βελανιδιά). Αν υπάρξουν οι κατάλληλες
συνθήκες, δηλ. έδαφος, ήλιος βροχή (ενέργεια / ποιητικό
αίτιο) το βελανίδι θα εξελιχθεί σε ενεργεία
βελανιδιά (τελικό και μορφικό αίτιο). Βέβαια η μορφή
της βελανιδιάς και ο σκοπός δεν υπήρχαν στο νου κανενός
δημιουργού αλλά «κρύβονταν» μέσα στο βελανίδι (εντελέχεια
< εντελώς έχω).
Πίσω από κάθε εξέλιξη, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη,
υπάρχει ένας σκοπός, ένα τέλος.
Για να πραγματοποιηθεί αυτή η εξέλιξη, πρέπει να υπάρχει
αυτό που δίνει την ώθηση, την κίνηση:π.χ. στην περίπτωση
του μαρμάρου που γίνεται άγαλμα, ο γλύπτης, στην περίπτωση
ενός εμβρύου, ο γεννήτοράς του κ.ο.κ.
Μέσα στα όρια του κόσμου μας μπορούμε πάντα να ανιχνεύσουμε
πίσω από κάθε εξέλιξη αυτό που την κινεί. Όμως τι
ήταν αυτό που έδωσε σε ολόκληρο το σύμπαν την πρώτη
ώθηση; Η απάντηση του Αριστοτέλη είναι ότι την πρώτη
ώθηση την έδωσε ένα τέλειο ον, πέρα από τον κόσμο
της ύλης και της αλλαγής, ο Θεός.
Ο Θεός ο ίδιος δεν κινείται (το κινούν
ακίνητον), δεν εξελίσσεται, δε μεταβάλλεται,
αφού αυτά είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ατελούς
ύλης. Ο Θεός, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν επεμβαίνει
στα πράγματα του κόσμου, γι’ αυτό είναι αδιανόητη
η έννοια της θείας πρόνοιας.
Ας συγκρίνουμε τις απόψεις
του Αριστοτέλη σχετικά με την εντελέχεια με τη θεωρία
για το DNA των εμβίων όντων στη βιολογία· τι παρατηρούμε;
|




|