Στρ. Στ' όνομα όμως της Γης, έλα
πες μου· για μας θεός δεν είναι κι ο Ολύμπιος ο Δίας;
Σωκ. Βρε ποιος Δίας; Για παράτα
τα αυτά τα σαχλά· Δίας κανείς πουθενά δεν υπάρχει.
Στρ. Μπα! Τί λες; Αλλά τότε ποιος
βρέχει λοιπόν; Έλα δείξε μου αυτό πρώτ' απ' όλα.
Σωκ. Μα οι Νεφέλες, νομίζω· κι αυτό
με τρανά τώρα ευθύς θα σ' τα μάθω σημάδια.
Είδες, πες μου, ως τα τώρα να πέφτει βροχή
πουθενά, σα δεν έχει νεφέλες; Κι όμως θα 'πρεπε ο Δίας, κι
όταν λείπουν αυτές,
να μας ρίχνει βροχή με λιακάδα.
Στρ. Για το θέμα που τώρα εξετάζουμε,
μα
τον Απόλλωνα, το 'βρες ωραία· από κόσκινο μέσα εγώ νόμιζα
πριν, σοβαρά, πως ο Δίας κατουράει. Μα οι βροντές, που με
κάνουν και τρέμω; Ναι, αυτές τις βροντές, έλα πες, ποιος τις
κάνει;
Σωκ. Οι Νεφέλες κυλώντας βροντούνε.
Στρ. Και πώς; Ω που η τόλμη σου
όρια δεν έχει!
Σωκ. Με νερό σα γεμίσουν πολύ, και
βρεθούν
στην ανάγκη ν' αλλάξουνε θέση, το μεγάλο φορτιό της βροχής
χαμηλά τις κρεμνά· τότε αυτές απ' το βάρος με ορμή πέφτουν,
η μια τους στην άλλη χτυπά, κι έτσι σπάνε και γίνεται βρόντος.
Στρ. Αλλά θέση ν' αλλάξουνε, λέγε
μου, ποιος στην ανάγκη τις φέρνει; Όχι ο Δίας;
Σωκ. Του ουρανού κάποιος ρούφουλας.
Στρ. Ρούφουλας; Μπα! Να και κάτι
πού μου είχε ξεφύγει, ότι Δίας δεν υπάρχει, στη θέση εκείνου
βασιλιάς είν' ο Ρούφουλας τώρα. Για μπουμπούνισμα ωστόσο,
θαρρώ, και βροντή δε με δίδαξες τίποτα ως τώρα.
Σωκ. Μα δέν άκουσες; Είπα: οι Νεφέλες
νερό
σα φορτώνονται κι έχουνε βάρος, απ' την τόση πυκνότητα πέφτουν
ή μια πα στην άλλη και γίνεται βρόντος.
Στρ. Μιαν απόδειξη θέλω γι' αυτό,
να πειστώ.
|
Σωκ.
Για παράδειγμα εσένα θα πάρω. Παναθήναια σαν είναι, κι εσύ
με ζουμί την κοιλιά σου γεμίζεις, δε νιώθεις ανακάτωμα;Αυτή
ή ταραχή ξαφνικά στην κοιλιά σου δε φέρνει γουργούρες; Στρ.Φυσικά,
και μεγάλο με πιάνει κακό· το ζουμί αναταράζεται αμέσως κι
αρχινά κάτι κρότους, σα να 'ναι βροντές, και μεγάλες κραυγές
ξεπετάει·
απαλά σαν αρχίζει· παππάξ και παππάξ· παπαππάξ συνεχίζει σε
λίγο· κι όταν τέλος τα κάνω, συνέχεια βροντά, παπαπά παπαππάξ
σαν εκείνες.
Σωκ. Συλλογίσου λοιπόν· από μια
τόση δα κοιλιά που έχεις πετάς τέτοιους κρότους ε, ο αέρας
ο απέραντος τότε τι θες να σου κάνει; Να μην μπουμπουνίζει;
Στρ. Α, γι' αυτό και τα ονόματα
μοιάζουν· βροντή
και πορδή· τώρα, αλήθεια, το νιώθω. Μα από πού ξεκινά ο κεραυνός
με φωτιές και με λάμψες, που στάχτη σε κάνει, αν σε βρει,
ή καψαλίζει μονάχα, χωρίς να σκοτώσει; Μπορείς να μου μάθεις;
Ολοφάνερα τούτον ο Δίας — μη μου πεις — τον πετά σ' όποιον
είναι ορκοπάτης.
Σωκ. Ε μωρέ ξεκουτιάρη, πρωτόγονε
εσύ, που μυρίζεις τα χρόνια του Κρόνου, ορκοπάτες ανθρώπους
ο Δίας αν βαρά, πώς το Θέωρο δεν έκαψε ακόμα και τον Κλεώνυμο
κι ούτε το Σίμωνα; Ποιος πιο τρανός απ' αυτούς ορκοπάτης;
Της Αθήνας τον κάβο, το Σούνιο, χτυπά, το ναό του τον ίδιο,
κι ακόμα τα μεγάλα πουρνάρια. Τα δέντρα, θαρρώ, δεν πατούνε
τον όρκο τους ή όχι;
Στρ. Δίκιο φαίνεται να 'χεις· αλλά
ο κεραυνός
τελοσπάντων τι πράμα λες να 'ναι;
Σωκ. Ξερός άνεμος όταν ανέβει ψηλά
και κλειστεί από παντού σε νεφέλη, από μέσα φυσώντας πολύ
δυνατά τη φουσκώνει σα φούσκα, και τότε,
απ' την πίεση τη σπάει, κι όπως είναι πυκνός,
ξεπετιέται προς τα έξω με φόρα, κι απ' την τόση του αντάρα,
την τόση του ορμή φωτιά παίρνει και καίγεται ο ίδιος.
|